-
1 πορευω
1) перевозить, привозить, доставлять(τινὰ ἐφ΄ ἁρμάτων ἐς Ἆλιν Pind.; τινὰ ἐπὴ νεὼς ἐς δόμους Soph.; πορεῦσαι τοὺς ἐνθένδε ἐκεῖσε Plat.)
τὸν ποταμὸν π. τινά Soph. — переправлять кого-л. через реку2) отправлять, присылатьὁ πορεύσας ξένος Soph. — приславший (тебя) друг
3) med. совершать путь, передвигаться, идти, ехать(ὁδοῖς τισι NT.)
π. τοῖν ποδοῖν Xen. — передвигаться пешком;π. μακροτέραν Xen. — следовать более длинным путем;ἀφικνοῦνται πορευόμενοι εἰς Κερασοῦντα τριταῖοι Xen. — на третий день пути они прибывают в Керасунт;δι΄ οὐρανοῦ π. Plat. — (о звездах) совершать свой путь по небу;δι΄ Εὐρίπου π. Thuc. — переправляться через Эврип;π. πρὸς περίπατον Plat. — отправляться на прогулку;ἀπὸ τοῦ στρατεύματος π. Xen. — уйти в сторону от армии;πορεύεσθαι ἐς ἀγρόν Plat. — уходить в деревню (за город);ἐκτὸς π. τῶν ὑποτεθέντων λόγων Plat. — отклониться от намеченной темы4) med. переходить, проходить, пересекать(τὰ ὄρη, τὰ δύσβατα Xen.)
π. τέν εἱμαρμένην πορείαν Plat. и κατὰ τὸ ὡρισμένον NT. — совершать предназначенный путь;τίνα φυγὰν πορευθῶ ; Eur. — куда бежать мне?;διὰ τῶν ὁμολογουμένων π. Xen. — держаться в кругу общепринятых взглядов;ὑπέροπτα χερσὴν ἢ λόγῳ π. Soph. — быть надменным в действиях или словах5) med. приступать, приниматься, начинать(εἰς πόνους Plat.)
ἐπ΄ ἔργον πορεύομαι Eur. — я приступаю к делу;ἐπὴ τὰ μετά τι π. Plat. — переходить к вопросу о чем-л.;διὰ τῶν ἡδονῶν π. Xen. — предаваться наслаждениям;π. εἰς τὰ κτήματα Dem. — вступать во владение имуществом6) med. вступать в половую связь(παρά τινα Her. и πρός τινα Diog.L.)
-
2 πονέω
πονέω, u. in der ältesten Sprache nur dep. med. πονέομαι (vgl. πένομαι), 1) arbeiten; abs., sich anstrengen, sich's sauer werden lassen, Il. 2, 409, körperlich u. geistig, sich bekümmern, wie αὐτὸς μετὰ πρώτοισι πονεῖτο, 9, 12; ὄφελεν πονέεσϑαι λισσόμενος, sich als Bittender es sauer werden lassen, sich viel Mühe geben mit Bitten, 10, 117; – mit Präpositionen bestimmt, περί τι, um Etwas, Il. 24, 444; πεπονέαται περὶ τὤγαλμα, Her. 2, 63; vgl. ὅσαι περὶ ταῠτα πεπόνηνται, Plat. Phil. 58 e; οἱ περὶ λόγον πονούμενοι, S. Emp. adv. phys. 2, 249; πεπόνητο καϑ' ἵππους, Il. 15, 447; πονεῖσϑαι κατὰ ὑσμίνην, sich's in der Schlacht sauer werden lassen, mit Anstrengung kämpfen, 5, 84. 627 u. sonst; auch ohne Zusatz = μάχεσϑαι, Il. 4, 374. 13, 288; – τινί, sich mit Etwas beschäftigen, ὅπλα, τοῖς ἐπονεῖτο, Il. 18, 413 Od. 16, 13; – trans., durch Anstrengung zu Stande dringen, mit Mühe oder Sorgfalt verrichten, betreiben, bewerkstelligen, τύμβον, Il. 23, 245, ὄφρ' ὅγε ταῠτ' ἐπονεῖτο, 18, 380; ὄφρ' ἂν ἐγὼ κατὰ δῶμα πονήσομαι, ὅττεό με χρή, Od. 22, 377; πολλὰ πονήσατο, Il. 9, 348; πονησάμενος τὰ ἃ ἔργα, Od. 9, 250. 310; ὅπλα ἕκαστα πονησάμενοι κατὰ νῆα, 11, 9, u. öfter; Hes. O. 434; πονεύμενος ἕρκος ἀλωῆς, Mosch. 4, 100. So auch pass., εἰ καλόν τι ποναϑῇ, Pind. Ol. 6, 11; τὸ ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ, P. 9, 93; aber κεῖμαι πεπονημένος ἀλλήκτοις ὀδύναις ist = erschöpft, Soph. Trach. 981; τὰ μηδὲν ὠφελοῠντα μὴ πόνει μάτην, Aesch. Prom. 44. So auch im act., οὓς εἰκὸς πονεῖν τάδε, Soph. O. C. 343; oft τινί, für Einen, vgl. Ai. 1345. 1359. 1394; οὐκοῦν πονεῖν με χρή· πονοῠντα δ' ἄξιον μισϑὸν φέρεσϑαι, Eur. Rhes. 161; ἅμιλλαν ἐπόνει ποδοῖν, I. A. 213; ἀνήνυτα πονοῦσι, Plat. Rep. VII, 531 a; οὐκ ἄλλως αὐτοῖς πεπόνηται, Phaedr. 232 a; ἃ ἂν πονήσωσιν εἰς ἀδυνάτους, Arist. oec. 1, 8; vgl. πονεῖν ἡδέως εἰς τὰ τοιαῠτα, Xen. Mem. 2, 1, 19; καὶ κινδυνεύειν, Hell. 5, 1, 16; χρήματα, ἃ ἡμεῖς ἐπονήσαμεν, die wir erarbeitet, erworben haben, An. 7, 6, 41. – 2) im act., τινά, Einem Mühe und Noth, Schmerz machen, οὔ με πονεῖ τεὸν οἶκον ταῦτα πορσύνοντ' ἄγαν, Pind. P. 4, 151; u. so im pass., πόλεως πονουμένης μάλιστα τῷ πολέμῳ, Thuc. 4, 59; οἱ πονούμενοι, die Kranken, 2, 51. Auch intrans., Schmerzempfinden, leiden (in welcher Bdtg fut. πονέσω bei Sp. lautete, B. A. 1411), τᾷ πόνησαν Δαναοί, Pind. N. 7, 36; ὁ πονήσαις, I. 1, 40; beide Bedeutungen scheint Anacr. 33, 15 zu verbinden, εἰ τὸ κέντρον πονεῖ μελίσσης, πόσον πονοῠσιν, ὅσους βάλλεις, wenn man nicht das zweite auch von den Pfeilen des Eros verstehen will; δίψει πονοῦντες, Aesch. Pers. 476; auch τίνα πόλις πονεῖ πόνον, welche Noth leidet sie, 668; πόνους, Soph. Phil. 1405, wie Eur. Or. 1615; von einer Wunde, πονῶν πλευρὰν πικρᾷ γλωχῖνι, Soph. Tr. 667; πονεῖν τὼ σκέλη, Ar. Pax 786; πονεῖν πόνους, Nubb. 1032, wie in Prosa öfter, z. B. Plat. Conv. 208 c Rep. III, 410 b; οἱ τοῠ σώματος πόνοι βίᾳ πονούμενοι, VII, 536 e; πονεῖν ὑπὸ χειμῶνος, Antiph. 2 β 1; οἱ πονήσαντες, absolut, Dem. Lpt. 87; πονησάντων αὐτῷ τῶν σκευῶν ἢ καὶ συντριβέντων ὅλως, von Schiffen im Sturme, 18, 194; und so nennt Pol. πεπονηκότα ὅπλα abgenutzte Waffen, 3, 49, 11, wie πονοῠντα ξύλα, schadhaftes Holz, Plut., vgl. ad princ. inerud. 7: τῶν κενῶν ἀγγείων οὐκ ἂν διαγνοίης τὸ ἀκέραιον καὶ πεπονηκός; a. Sp., wie Luc. πεπονηκέναι αὐτοῖς τὰ σώματα, Merced. cond. 6; δίκελλα πεπονηκυῖα, Tim. 58; τὰς πεπονηκυίας ναῠς κατεσκεύασε, D. Sic. 13, 47. – Vom Heere, bedrängt werden von den Feinden, leiden, Xen. Cyr. 1, 4, 21; vgl. Thuc. 5, 73, u. öfter; Plut. u. A.
-
3 ἐξάγω
I of persons, mostly c. gen. loci, μεγάροιο, πόγηος, ὁμίλου, Od.22.458, 23.372, Il.5.353; μάχης ib.35: with ἐκ.., Od.8.106, 20.21;ἐ. ἐκ τῆς χώρης Hdt.4.148
, al.; Ἄργεος ἐξαγαγόντες having brought her out from Argos, Il.13.379; bring out of prison, release, PHib.1.34.4, al. (iii B.C.), Act.Ap.16.39; bring forth into the world,τόν γε.. Εἰλείθυια ἐξάγαγε πρὸ φόωσδε Il.16.188
; lead out of the nest,Arist.
HA 613b12;ἐ. Λυδοὺς ἐς μάχην Hdt.1.79
, etc.;ἐπὶ θήραν τινά Ar.Fr.2
D., cf. X.Cyr.1.4.14; lead out to execution, Hdt.5.38, X.An.1.6.10, etc.: c. acc. cogn.,με τήνδε τὴν ὁδὸν.. ἐξήγαγε S.OC98
.b seemingly intr., march out (sc. στρατόν), X.HG 4.5.14, 5.4.38, etc.: generally, go out,ὡς εἰς θήραν Id.Cyr.2.4.18
; εἰς προνομάς ib.6.1.24: once in Hom., τύμβον.. ἕνα χεύομεν ἐξαγαγόντες let us go out and pile one tomb for all, Il.7.336 (Aristarch.); also, come to an end, οἱ μεγάλοι πόνοι συντόμως ἐ. soon pass away, Epicur.Fr. 447, cf. M.Ant.7.33.2 draw out from, release from,ἀχέων τινά Pi.P.3.51
; ἐ. τινὰ ἐκ τοῦ ζῆν, i.e. put him to death, Plb. 23.16.13; ἑαυτὸν ἐκ τοῦ ζῆν commit suicide, Id.38.16.5;τοῦ ζῆν Plu.2.1076b
;τοῦ σώματος Id.Comp.Demetr.Ant.6
; simplyἐ. ἑαυτόν Chrysipp.Stoic.3.188
, cf. Paul.Aeg.5.29;ὅταν ἡμᾶς τὸ χρεὼν ἐξάγῃ Metrod.49
.3 eject a claimant from property (cf.ἐξαγωγή 11
), D.30.4, 32.17, 44.32, etc.:—[voice] Pass., to be turned out,ὑπὸ τοῦ παιδοτρίβου Aeschin.Socr.37
.II of merchandise, etc., carry out, export,ῥῶπον χθονός A.Fr. 263
, cf. Ar.Eq. 278, 282, etc.; εἴ τις ἐξαγαγὼν παῖδα ληφθείη exporting him as a slave, Lys.10.10, cf. 13.67:—[voice] Pass., And. 2.11, Th.6.31, X.Vect.3.2, etc.; exports,Arist.
Rh. 1359b22;οὔτε γὰρ ἐξήγετο.. οὐδὲν οὔτ' εἰσήγετο D.18.145
:—[voice] Med., X.Ath.2.3.2 draw off water, Id.Oec.20.12 ([voice] Pass.), D.55.17; draw out, of perspiration,ὑπὸ τοῦ ἡλίου Hp.
Aër.8 ([voice] Pass.); so, carry off by purgative medicines,ἕλμινθας Gp.12.26.1
, cf. Dsc.2.152.2, Plu.2.134c, Aret.CA2.5: generally, get rid of, Thphr.HP5.6.3.4 of expenses,ἐπὶ πλεῖστον ἐξάγεσθαι D.C.43.25
.III bring forth, produce, ;ᾠά
hatch,Arist.
HA 564b8; call forth, excite,δάκρυ τινί E.Supp. 770
:—[voice] Med.,γέλωτα ἐξαγαγέσθαι X.Cyr.2.2.15
; elicit, induce,Id.
Hier.9.11.IV lead on, carry away, excite, , Supp.79;τινὰ ἐπ' οἶκτον Id. Ion 361
, cf. HF 1212 (anap.);ἐς τοὺς κινδύνους Th.3.45
; in bad sense, lead on, tempt,οὐδέ με οἶνος ἐ. ὥστε εἰπεῖν Thgn.414
;ἐ. ἐπὶ τὰ πονηρότερα τὸν ὄχλον Th.6.89
:—[voice] Med., E.HF 775 (lyr.);εἰς τὸ διδόναι λόγον Plu.2.922f
:—[voice] Pass., to be led on to do a thing, c.inf.,ἐξήχθην ὀλοφύρασθαι Lys.2.61
;ταῦτα.. ἐξήχθημεν εἰπεῖν Pl.R. 572b
, cf. X.An.1.8.21;ἃ μὲν ἄν τις ἐξαχθῇ πρᾶξαι D.21.41
, cf. 74;εἰς ἅμιλλαν Plu.Sol.29
: abs., to be carried away by passion, Din.1.15;ὑπὸ τοῦ θυμοῦ Paus.5.17.8
, etc.; ἐξάγουσα ὀδύνη distracting pain, Herod. [voice] Med. ap. Orib.7.8.1.2 lead away, [λόγον] εἰς ἄλλας ὑποθέσεις Plu. 2.42e
;προβλήματα ἐ. εἰς ὀργανικὰς κατασκευάς
reduce,Id.
Marc.14 (also εἰς ἔργον πρόβλημα ibid.); ἐ. εἰς τὸ ἀνώτερον, Lat. altius repetere, Id.2.639e; πρὸς τὴν Ἑλληνικὴν διάλεκτον ἐξάγειν τοὔνομα express in Greek, Id.Num.13.V exercise,τὴν ἀρχὴν οὐκέτι βασιλικῶς, ἀλλὰ τυραννικώτερον D.H.2.56
, cf. IG22.1304.4, 14; carry out instructions, Michel 409.18 (Naxos, iii B.C.).VII intr., pass one's life, D.S.3.43. -
4 ἶκανός
ἶκανός (ἵκω, ἱκάνω), hinlangend, hinreichend, u. von Menschen, fähig, tüchtig; ἱκανὸς Ἀπόλλων, ᾡ τάδ' ἐκπρᾶξαι μέλει Soph. O. R. 377, er bedarf meiner nicht dazu; τὰ ἀρκοῦνϑ' ἱκανὰ τοῖσι σώφροσι Eur. Phoen. 557; οὐδ' ἦν ἱκανά σοι τὰ Μενέλεω μέλαϑρα Tr. 996; ἱκανοὺς νομίζεις δῆτα ϑανάτους εἴκοσιν Ar. Plut. 483, daß zwanzigfacher Tod hinreichend ist; ἱκανὰ γὰρ τὰ κακά Lys. 1047; ἀνὴρ γνώμην ἱκανός, von ausreichender, tüchtiger Klugheit, Her. 3, 4; ὡς οὐχ ἱκανῆς οὔ. σης τῆς Ἀττικῆς, ἀποικίας ἐξέπεμψαν Thuc. 1, 2; πλοῖα ἱκανὰ ἀριϑμῷ Xen. An. 5, 2, 30; ἱκανὸς εἷς ἄρχων αὐτοῖς Plat. Legg. 764 e; αὐληταὶ ἱκανοὶ ὡς πρὸς τοὺς ἰδιώτας, tüchtige Flötenspieler, Prot. 327 c; ὅσοι εὐφυεῖς καὶ ἱκανοί Rep. II, 365 a; ἱκανὸς ἀμφότερα, in beiden Beziehungen, Conv. 176 e (wie ἱκανὸς τὴν ἰατρικήν Xen. Cyr. 1, 6, 15); ἱκανὸς ἐμπειρίᾳ καὶ ἡλικίᾳ, erfahren u. alt genug, Rep. V, 467 d ( ἱκανὸς τῷ φρονεῖν Plut. Pyrrh. 41; ἰσχὺν ἱκανὴν ἐπὶ τοὺς πόνους, zu Anstrengungen, für diese ausreichend, Rep. II, 371 e ( πρὸς τὰς ἐντεύξεις Pol. 23, 17, 4; εἴς τι Her. 4, 121; Xen. Hier. 4, 9; κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, von stattlichem Aeußern, Pol. 26, 5, 6); ἡ δημιουργικὴ τέχνη αὐτοῖς πρὸς τροφὴν ἱκανὴ βοηϑὸς ἦν Prot. 322 b; ἱκανόν μοι τεκμήριόν ἐστιν, ὅτι, ein ausreichender Beweis, Gorg. 487 d, wie ἱκανὴν μαρτυρίαν παρέχεται, ein gültiges Zeugniß, Conv. 179 b, ἱκανῷ λόγῳ ἀποδείξω Hipp. min. 369 c; öfter mit folgdm inf., ἱκανὸς μακροὺς λόγους καὶ καλοὺς εἰπεῖν, im Stande, geschickt, lange u. schöne Reden zu halten, Prot. 329 b; οὔτε ἱκανὸς ὢν εἷς πᾶσιν ἀγρίοις ἀντέχειν Rep. VI, 496 d; ἡ χώρα ἱκανὴ τρέφειν, kann ernähren, II, 373 d; mit ὥστε, z. B. φύσις ἱκανὴ φύεται ὥστε γνῶναι Legg. IX, 875 a, vgl. Phaedr. 258 b; ἱκανὸς Πολυκράτεα παραστήσασϑαι Her. 3, 45; ἱκανὸς τεκμηριῶσαι Thuc. 1, 9; ἱκανὸς πεῖσαι, ὠφελεῖν, Xen. Cyr. 1, 4, 12. 25; ἱκανοί εἰσι ζημιοῦν, sie haben die Macht zu strafen, Lac. 8, 4; Folgde; ἱκανώτατος εἰπεῖν καὶ πρᾶξαι Lys. 2, 42; ἱκανοὺς ἔσεσϑαι τοῖς Ῥωμαίοις, den Römern gewachsen, Pol. 8, 35, 5; im N. T = würdig; οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰςέλϑῃς Matth. 8, 8; auch Pol.; πλῆϑος, tüchtig, ansehnlich, 1, 53, 8 u. öfter; φόβος 2, 12, 5; – ἐφ' ἱκανόν, hinreichend, genug, πεῖραν εἰληφώς Pol. 11, 25, 1; D. Sic. 11, 40; ἱκανὸν ποιεῖν, genug thun, D. L. 4, 50; ἱκανὸν λαμβάνειν, Genugthuung empfangen, Act. ap. 17, 9. – Adv. ἱκανῶς, hinlänglich, genug, ἀποδέδεικται, Plat. Prot. 324 d, ἔχειν, hinreichend sein, Thuc. 1, 91; τοῦ βάϑους, tief genug sein, Plat. Theaet. 194 d; ἱκανῶς ἐπιστήμης ἕξει Phil. 62 a; gut sein, Gorg. 486 d u. öfter; eingesehen haben, τοῦτο ὅτι Rep. V, 477 a; γραμμάτων πέρι, ὅτι III, 402 a; zur Genüge haben, Xen. Cyr. 1, 6, 7; πρός τινα, ihm gewachsen sein, 6, 3, 22.
-
5 εξαγω
(fut. ἐξάξω, aor. 2 ἐξήγαγον)1) выводить, уводить, вести(τινὰ μάχης и ἐκ μεγάροιο Hom.; τινὰ τήνδε τέν ὁδόν Soph.; τινὰ ἐπ΄ ἀνθηρὸν δάπεδον Arph.; τινὰς ἐς μάχην Her.)
2) отправляться, идти(ἐπὴ θήραν Xen.)
3) ( о шествии) совершать, справлять(τὸν μυστικὸν Ἴακχον Plut.)
4) (sc. στρατόν) выводить войско, выступать в походγνόντες δὲ ταῦτα ἐξάγουσι Xen. — приняв эти решения, они выступают в поход
5) вести на казнь(τινά Her., Xen.)
6) вывозить:(πολλὰ τάλαντα ἐκ τῆς πόλεως Thuc.; σῖτον παρά τινος Dem.)
7) похищать, (тайно) увозить(τινὰ ἀνδράποδον Lys.)
8) выводить прочь, удалять из организма(περίττωσιν Plut.)
9) отводить(ὕδωρ τάφροις Xen.)
10) вызывать, исторгать(τινὴ δάκρυ Eur. и δάκρυον Plut.; med. γέλωτα ἔκ τινος Xen.)
ἐξάγεσθαι πῦρ ἔκ τινος Xen. — высекать огонь из чего-л.11) med. влечь за собой, причинять12) производить, рождать(τινὰ πρὸ φόωσδε Hom.; σκύμνους Arst.)
13) выводить, высиживать (sc. νεοττούς Arst.)14) высовывать15) удалять, изгонять(τινά Dem.; τὸ ὑγρὸν ὑπὸ τοῦ θερμοῦ Arst.)
16) производить (на свет), приносить(καρπόν Soph. ap. Plut.)
17) продвигать(ἔξω τέν αἱμασιάν Dem.)
18) проводить, строитьὁ περίβολος πανταχῇ ἐξήχθη τῆς πόλεως Thuc. — ограда была построена вокруг всего города
19) проводить (в жизнь), претворять(εἰς ἔργον τὸ πρόβλημα Plut.)
20) направлять21) приводить, доводить(τινὰ ἐπ΄ οἶκτον Eur.)
ἐξαχθῆναι ὀλοφύρασθαι ὑπέρ τινος Lys. — быть вынужденным оплакивать что-л.;εἰς ἅπασαν αἰσχύνην ἐξαχθῆναι Plut. — быть доведенным до крайнего позора22) побуждать, возбуждать, вовлекать, увлекать(τινὰ ἐπὴ τὰ πονηρότερα Thuc.; τὸν δῆμον πρὸς ἀπόστασιν Plut.; ἐξαχθεὴς πρᾶξαί τι Dem.)
ταῦτα ἐπὴ πλέον ἐξήχθημεν εἰπεῖν Plat. — здесь мы расширили рамки своего обсуждения;23) выводить, освобождать(ἀχέων τινά Pind.; τὰ ποιήματα τοῦ μύθου Plut.)
24) лишать(τινά τοῦ βίου и τοῦ ζῆν Plut. или ἐκ τοῦ ζῆν Polyb.; med. φρενῶν τινα Eur.)
25) лишать жизни, умерщвлятьἑαυτὸν ἐ. Plut. — покончить жизнь самоубийством;
νόσος αὐτοὺς ἐξήγαγεν Plut. — болезнь унесла их26) кончаться(οἱ μεγάλοι πόνοι συντόμως ἐξάγουσιν Epicur. ap. Plut.)
27) передавать, выражатьπερὴ τούτων ἐμαυτὸν οὕτως ἐξάγω Diog.L. — относительно них вот мои указания -
6 συντέμνω
συντέμνω, [dialect] Ion. [suff] συντελ-τάμνω Hdt.7.123: [tense] fut. - τεμῶ: [tense] aor. - έτεμον:—A cut down, cut short,ξ. τὰς πρῴρας ἐς ἔλασσον Th.7.36
; σ. χιτῶνας cut out, shape them, X.Cyr.8.2.5; συντέμνει δ' ὅρος ὑγρᾶς θαλάσσης the sea cuts short, terminates (my realm), A.Supp. 258; σ. τὰς πλεκτάνας cut them off, Alex.187, cf. 84.2 metaph.,εἰς ἓν.. πάντα τὰ μέλη ξυντεμῶ Ar.Ra. 1262
;τὸν ἐνιαυτὸν σ. εἰς μῆν' ἕνα Philippid.25.1
; τιμὰς ξ. abridge them, A.Eu. 227; :—[voice] Med.,πάντα τοι ξυντέμνεται Κύπρις.. βουλεύματα S.Fr.941.16
.3 esp. of expenses,σ. τὴν μισθοφοράν Th.8.45
; σ. τὰς δαπάνας εἰς τὰ καθ' ἡμέραν cut down one's expenses to one's daily wants, X.Hier.4.9:—[voice] Pass., εἰ.. ἐς εὐτέλειάν τι ξυντέτμηται (v.εὐτέλεια 11
) Th.8.86; συντμηθῆναι τὴν σύνταξιν that my allowance has been cut down, PCair.Zen.577.11 (iii B.C.).II of speech,ἐν βραχεῖ πολλοὺς λόγους Ar. Th. 178
, cf. Aeschin.2.31;σύντεμνέ μοι τὰς ἀποκρίσεις καὶ βραχυτέρας ποίει Pl.Prt. 334d
: then ( λόγον being omitted), cut the matter short, speak briefly,ὡς δὲ συντέμω E.Tr. 441
;ἅπαντα συντεμὼν φράσω Id.Hec. 1180
; σύντεμνε cut short, make an end, Mnesim.3.4;οἶνον εἰπὲ συντεμών Antiph.52.12
; συντεμόντι, like συνελόντι εἰπεῖν, in brief, Anaxil.22.30: also ς. (sc. τὴν ὁδόν) cut the way short, cut across,σ. ἀπ' Ἀμπέλου ἄκρης ἐπὶ Καναστραῖον ἄκρην Hdt.7.123
.III intr., τοῦ χρόνου συντάμνοντος as the time became short, Id.5.41.V cut together, join by an incision, ap. Orib.44.23.69.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντέμνω
-
7 ἕτερος
ἕτερος, α, ον, only [dialect] Att.-[dialect] Ion. with [pref] ἕ-, [dialect] Dor. [full] ἅτερος [pron. full] [ᾰ] IG4.914.9 (Epid.), etc. (and [dialect] Att.in crasis, v.infr.), [dialect] Aeol. [full] ἄτερος Alc.41.5, etc.:— but [full] ἅτερος [pron. full] [ᾱ], [dialect] Att. crasis for ὁ ἅτερος, Com.Adesp.14.23 D., al., [dialect] Ion. [full] οὕτερος (fr. ὁ ἕτ-) Hdt.1.34, etc., [dialect] Dor. [full] ὥτερος Theoc.7.36; neut.A , And.2.7, etc., [dialect] Ion.τοὔτερον Hdt.1.32
: pl. ἅτεροι, for οἱ ἅτεροι, Arist.Pol. 1255a20; , Th.1.87, etc.; gen. , etc., [dialect] Ion.τοὐτέρου Semon.7.113
, [dialect] Dor.θατέρω Ti.Locr.94a
,θωτέρω Epich.71
(dub. l.); dat. ; fem. nom.ἡτέρα IG22.1498.76
, 1615.14,87 (iv B.C.), S.OC 497, Ar.Lys.85, 90 codd., Paus.Gr.Fr.82; dat. , Tr. 272, E.Hipp. 894, Ar.Av. 1365, etc., cf. Paus.Gr. l.c. (in Mss. sts. θατέρᾳ), [dialect] Ion.τἠτέρῃ Phoen.5.2
.—Later masc. and fem. θάτερος, θατέρα, even with the Art., Men.846, Chrysipp. ap. Paus.Gr.Fr.82, Lyc.590, Polem. Cyn.4, Luc.D Mort.26.1 (condemned in Pseudol.29), Gp.14.20.2, etc.;τῶν θατέρων Iamb. in Nic. p.83
P.; θάτερον acc. sg. masc., E. Ion [849].I one or the other of two, usu. c. Art. exc. in Poets ; freq. of natural pairs, σκαιῇ (sc. χειρὶ)ἔγχος ἔχων, ἑτέρηφι δὲ λάζετο πέτρον Il.16.734
; τῇ ἑτέρῃ μὲν.. τῇ δ' ἑτέρῃ .. 14.272, cf. X.Cyn.10.11; χειρὶ ἑτέρῃ with one hand, Il.12.452, Od.10.171 (but χεὶρ ἑτέρη commonly of the left hand, v. infr. IV.I);ἑτέροιο διὰ κροτάφοιο Il.4.502
;χωλὸς δ' ἕτερον πόδα 2.217
, cf. Ar.Ec. 162, Din.1.82;ἀμφότεραι αἱ γνάθοι, ἢ ἡ ἑτέρα X.Eq.1.9
;ἐκκοπεὶς τὸν ἕ. τῶν ὀφθαλμῶν D.H.5.23
;εἰς γόνυ θάτερον Philostr.Im.2.20
; of pairs in general, Il.5.258, etc.; τὴν ἑ. πύλην one of the two gates, Hdt.3.156;ὁ ἕ. τῶν στρατηγῶν Th.4.43
;τὸ ἕ. τοῖν δυοῖν τειχοῖν Id.7.24
: freq. of alternatives presented,τῶνδε τὰ ἕ. ποιέειν Hdt.4.126
; ἑλοῦ γε θάτερ', ἢ.. ἢ .. S.El. 345; τοῖνδ' ἑλοῦ δυοῖν πότμοιν τὸν ἕ. E.Ph. 952 ; ; δυοῖν θάτερα, ἢ.. ἢ .. Pl. Tht. 187c;ὅταν δυοῖν καλοῖν θάτερον κάλλιον ᾖ, ἢ τῷ ἑτέρῳ τούτοιν ἢ ἀμφοτέροις ὑπερβάλλον κάλλιόν ἐστιν Id.Grg. 475a
: in pl., one of two parties or sets, Od.11.258; τῶν ἕτεροί γε παῖδα κλαύσονται one set of parents, either mine or thine, Il.20.210;δώῃ δ' ἑτέροισί γε νίκην 7.292
;ἑτέροισι δὲ κῦδος ἔδωκαν 13.303
: freq. with neg.,οὐδ' ἕτεροι 11.71
.2 in double clauses ἕτερος (in Prose always ὁ ἕτερος) is generally repeated; ἑ. μὲν δουρὶ.., τῷ δ' ἑ. 21.164; τὸν ἕ., ἕ. δὲ .. Od. 5.266;ἕ. λευκόν, ἑτέρην δὲ μέλαιναν Il.3.103
, etc.: but sts. omitted in one clause, [ἕτερος μὲν] κακῶν, ἕ. δὲ ἐάων 24.528
, cf. 7.420, IG22.1388.46 (prob.), etc.;ἡ μὲν.., ἡ δ' ἑτέρη Il.22.149
, IG12.76.50; ἕ..., ὁ δὲ .. Od.8.374; answered byἄλλος, ἕτερον μὲν κεύθῃ ἐνὶ φρεσίν, ἄλλο δὲ εἴπῃ Il.9.313
, cf. Od.7.123; reversely ἄλλῳ ὀρχηστύν, ἑτέρῳ κίθαριν [ἔδωκε] Il.13.731, cf. Pl.R. 439b, Tht. 184e; τότε μὲν ἕτερα.., τότε δὲ ἄλλα .. Pl.Alc.1.116e; ὁ ἕτερος.., ὁ λοιπός .. X.An.4.1.23 ; ἕτερα.., τὰ δὲ .. S.OC 1454 (lyr.); laterμίαν μὲν.. ἑτέραν δέ A.D. Synt.172.5
;τὴν μίαν.. τὴν δ' ἑτέρην AP9.680
.3 repeated in the same clause, ἐξ ἑτέρων ἕτερ' ἐστίν one building follows on another, Od.17.266; <ἀ> δ' ἀτέρα τὰν ἀτέραν κύλιξ ὠθήτω let one cup push on the other, Alc.41.5; ἢ θάτερον δεῖ δυστυχεῖν ἢ θάτερον one party or the other, E. Ion [849];ἕτεροι ἑτέρων ἠξίωσαν ἄρχειν Th.2.64
; ἕτερος ἀφ' ἑτέρου θεραπείας ἀναπιμπλάμενοι ἔθνῃσκον ib.51;εἴ τίς τι ἕτερος ἑτέρου προφέρει Id.7.64
;ξυμμειγνυμένων ἑτέρων ἑτέροις Ar.Av. 701
; συμφορὰ ἑτέρα ἑτέρους πιέζει one calamity oppresses one, another others, E.Alc. 893 (lyr.); , cf.S.OC 231 (anap.);ἄλλη δ' εἰς ἑτέρην ὀλυφύρετο A.R.1.250
.4 = δεύτερος, second, ἡ μὲν.., ἡ δ' ἑτέρη.., ἡ δὲ τρίτη .. Od.10.352 sq., cf. Il.16.179, al., X.Cyr.2.3.22; ἡ ἑ. πρότασις the minor premiss, Arist. EN 1143b3: without Art.,ἕ. τέρας Hdt.7.57
; προσαγορεύεις αὐτὰ ἑτέρῳ ὀνόματι you call them further by a new name, Pl.Phlb. 13a; cf. IV. 1b.b with Pronouns of quantity, ordinals, etc., τόσσοι δ' αὖθ' ἕτεροι ποταμοί as many more, Hes.Th. 367; ἕτερον τοσοῦτον as much again, Hdt.2.149; ἑτέρου τοσούτου χρόνου for as long again, Isoc. 4.153; ἕ. τοιαῦτα other things of like kind, Hdt.1.120, 191; ἑτέρων τοιῶνδε (sc. ἀνθρώπων) ἄρχεις ib. 207; τῷ αὐτῷ τρόπῳ.. τῷ ἑτέρῳ in the same way over again, Id.2.127;ἄλλα τε τοιαῦθ' ἕτερα μυρία Ar.Fr.333.4
; χιλίας ἑτέρας [δραχμάς] D.58.6; δεύτερον, τρίτον ἕ. δικαστήριον, Id.23.71,74; ἕ. ἐγώ, of a friend, Pythag. ap. Iamb.in Nic. p.35 P.; ἕτεροι αὐτοί second selves, Arist.EN 1161b28;εὕρηκε τὸν ἕ., τὸν σέ Men.474
.II without Art., another, of many, with a sense of difference, Il.4.306, Od.7.123, Ar.Ach. 422, Lys.66, etc.;ἕ.αὖ τις Id.Eq. 949
; , etc.;ἕτερα ἄττα Pl.Tht. 188b
; repeatedἑτέραν χἀτέραν τρικυμίαν Men.536.8
: with neg., οἷα οὐχ ἕτερα [ἐγένετο] such as none like them had happened, Th.1.23;ναυμαχία.. οἵα οὐχ ἑτέρα τῶν προτέρων Id.7.70
; οὐδεμιᾶς ἥσσων μᾶλλον ἑτέρας ib. 29 (s.v.l.); οὐχ ἕτερον ἀλλά .. none other than, Plu.2.671b, cf. UPZ 71.9 (ii B.C.).b οἱ ἕ. the rest, Hdt.4.169.c ὁ ἑ. ' one's neighbour', ἀγαπᾶν τὸν ἕ. Ep.Rom.13.6, cf. Ep.Gal.6.4.III of another kind, different,ἕ. δέ με θυμὸς ἔρυκεν Od.9.302
; τὸ μὲν ἕ., τὸ δὲ ἕ., i.e. they are different, Pl.Men. 97d, cf. R. 346a;ἕ. τε καὶ ἀνόμοιον Id.Smp. 186b
;τὸ δὲ ταὐτὸν ἕ. ἀποφαίνειν καὶ τὸ θάτερον ταὐτόν Id.Sph. 259d
;ἕ. ἤδη ἦν καὶ οὐχ ὁ αὐτός D.34.12
; (i B. C.);ἕ. εὐαγγέλιον Ep.Gal.1.6
: coupled with ἄλλος, χἀτέρους ἄλλους πόνους and other different toils, E.Supp. 573 (s.v.l.), cf. Or. 345 (dub.l.);Ῥόδον καὶ ἄλλας ἑτέρας πόλεις D.15.27
;ἕτερον τό τ' ἀλγεῖν καὶ θεωρεῖν ἐστ' ἴσως Philem.75.7
;ἕτερα φρονῶν καὶ δημηγορῶν Din.1.17
: c.gen., other than, different from,φίλους.. ἑτέρους τῶν νῦν ὄντων Th.1.28
, cf. Pl.Prt. 333a, D.10.44, etc.; ἕτερον, ἕτερα ἢ .., E.Or. 345, X.Cyr.1.6.2;παρὰ ταῦτα πάντα ἕτερόν τι Pl.Phd. 74a
;ἕτερα πολιτείας εἴδη παρὰ μοναρχίαν Arist.Pol. 1294a25
, cf. 1286b21.2 other than should be, euphem. forκακός, παθεῖν μὲν εὖ, παθεῖν δὲ θάτερα S.Ph. 503
;ἀγάθ' ἢ θάτερα, ἵνα μηδὲν εἴπω φλαῦρον D. 22.12
: abs., δαίμων ἕ. Pi.P.3.34; λέκτρα, συμφοραί, E.Med. 639 (lyr.), HF 1238;ἐὰν τὰ ἕ. ψηφίσωνται οἱ δικασταί D.48.30
; πλέον θάτερον ἐποίησαν did more harm (than good), Isoc.19.25, cf. Pl.Phd. 114e, Euthd. 280e, Aristid.2.117 J.IV Special Phrases:1 elliptical, mostly in dat. fem.,a τῇ ἑτέρᾳ (sc. χειρί), [dialect] Ep. ἑτέρῃ or ἑτέρηφι, with one hand (v. sub init.); with the left hand, Od.3.441, Il.22.80, Theoc.24.45: hence prov., οὐ τῇ ἑτέρᾳ ληπτός not to be caught with one hand, Pl.Sph. 226a;ἐκ δ' ἑτέρης A.R.1.1115
, AP 9.650 (Leont.).b θατέρᾳ (sc. ἡμέρᾳ) on the morrow, S.OT 782, E.Rh. 449;τῆς ἑτέρας Pl.Cri. 44a
; but τῇ ἑτέρᾳ on the following (i.e. the third) day, X.Cyr.4.6.10.c (sc. ὁδῷ) in another or a different way, ; another way, ;ἑτέρᾳ πῃ Id.Eq.35
; τότ' ἄλλοσ'.., θατέρᾳ δὲ .. S.Tr. 272; θατέρᾳ.., θατέρᾳ .. in one way.., in the other.., Henioch.5.16 ; : acc.ἑτέραν ἐκτρέπεσθαι Luc.Tim.5
.2 adverb. with Preps.:a ἐπὶ θάτερα to the one or the other side, one or the other way, ἐπὶ μὲν θάτερα.., ἐπὶ θ. δὲ .. Hp.Art.7; τότε μὲν ἐπὶ θάτερα, τότε δ' ἐπὶ θ. Pl.Sph. 259c: also with another Prep., ἐς τὰ ἐπὶ θάτερα to or on the other side, Th.1.87; ἐκ τοῦ ἐπὶ θάτερα from the other side, Id.7.37; ἐκ μὲν τοῦ ἐπὶ θ., ἐκ δὲ τοῦ ἐπὶ θ. Pl.Prt. 314e: c. gen.,ἐς τὰ ἐπὶ θ. τοῦ ποταμοῦ Th.7.84
;εἰς τἀπὶ θ. τῆς πόλεως X.HG6.2.7
;τὸ ἐπὶ θάτερον τῆς ῥινός Hp.Art.35
.b κατὰ θάτερα on the one or other side,κατὰ θ. ἀστός D.57.30
;ψόφου κατὰ θ. προσπεσόντος Plu.Brut.51
, etc.; but καθ' ἕτερα at other points, Th.7.42.V Adv. [full] ἑτέρως in one or the other way, opp. ἀμφοτέρως, Pl.Tht. 181e; ἑ. τε καὶ ἑ., = ἀμφοτέρως, Id.Phdr. 235a; τοῦ σκέλους ἑ. ἔχειν, = ἑτεροσκελὴς εἶναι, Philostr.VA3.39.2 differently, rarely in Poetry,οὐχ ἑ. τις ἐρεῖ Theoc.Ep.10.3
; ἑ. ἔχειν to be different, Ar.Pl. 371: freq. in Prose, ὡς ἑ. in the other way (cf. ὡς), ἢν ἡ ἑτέρη γνάθος ἐκστῇ ὡς ἑ. χρὴ τὴν ἐπίδεσιν ἄγειν Hp.Art.34
, cf. Pl.Sph. 266a, etc.; ἐάν τε καλῶς, ἐάν θ' ὡς ἑ. D.18.85, cf. 212: c. gen., differently from,ἑ. πως τῶν εἰωθότων Pl.Plt. 295d
; ἑ. ἤπερ .. Ael.NA12.28.3 otherwise than should be, badly, wrongly, once in Hom.,ἑ. ἐβόλοντο Od.1.234
;εἰ καὶ ἑ. τοῦτο ἀπέβη SIG851.10
(Marc.Aur.);εἴ τι ἑ. φρονεῖτε Ep.Phil. 3.15
. -
8 ὑποφέρω
A (lyr.), Phld.Lib.p.28 O.: [tense] aor. , [dialect] Ep.ὑπήνεικα Il.5.885
:—carry away under, esp. bear out of danger, l.c.:—[voice] Pass., to be taken from under,ἐὰν [τὸ ὑποκείμενον] ὑποφέρηται Arist.IA 705a9
.II bear or carry by being under, bear a burden, τὰ ὅπλα, of an armour-bearer, X.Cyr.4.5.57;τῶν τὰ σημεῖα δοράτων ὑποφερόντων Plu.Sull.7
:—[voice] Pass., to be supported,τοῖς σκέλεσι Arist.Pr. 882b29
.2 metaph., endure, submit to,πόνους καὶ κινδύνους Isoc. 3.64
, cf. X.Eq.Mag.1.3;κινδύνους καὶ φόβους Pl.Tht. 173a
;ῥαθύμως ὀργήν Id.Lg. 879c
;τὸν τῶν ὁμιλητικῶν τρόπον Isoc.1.30
;γῆρας καὶ πενίαν Aeschin.1.88
(v.l. ἀμύνεσθαι); εἰσφοράς X.Oec.2.6
;ἀναλώματα D.59.42
;πόλεμον ὑπενεγκεῖν Arist.Pol. 1267a27
;ὑ. παρρησίαν Phld. Lib.p.62
O.;ἀδικίας Sammelb.5238.22
(i A. D.);τὰ φυτὰ.. ἀνέμων ἐμβολὰς ὑ. Sor.1.96
; οὐ γὰρ αὐτὸς ὑποφέρω κίνησιν I do not trouble to move, PFlor.362.10 (ii A. D.).2 subjoin, add in speaking, D.H.7.16, Longin. 16.4.IV hold out, present,δᾷδα Plu.Publ.23
;τὰ σεσιδηρωμένα μέρη ταῖς πληγαῖς Id.Cam.41
; πληγὰς ὑ. inflict them, Id.Eum.7; οὐκ ὀλίγην βλάβην ὑποφέρει με ( = μοι) inflicts, POxy.488.19 (ii/iii A. D.).2 metaph., hold out, suggest, proffer,εἰ τῶν.. οἰχομένων.. ἐλπίδ' ὑποίσεις S.El. 834
(lyr.); ὑπέφερον τοὺς μῆνας proposed the (holy) months, i.e. a truce, X.HG4.7.2; σπονδὰς ἀδίκως ὑποφερομένας ibid.b ὑποφέρονται γραμμαί τινες αἱματώδεις there are suggestions of lines (in the foetus), Ath.Med. ap. Orib.22.9.1.V carry down, of a river, Plu.2.325a, Poll.1.111;κοιλίη ὑποφέρει χολώδεα Aret.SA2.4
; cause to slip or fall, Plu.2.459b, Poll.1.187:—[voice] Pass., to be borne down,τοῖς ποταμοῖς Plu.Alex.63
; slip down,κατὰ κρημνῶν Id.Mar.23
; of the legs, give way under a person, Hp. Int.36.2 metaph., bring down in numbers, App.BC5.6; in [voice] Pass., decline gradually, of consumptive people, Hp.Epid.1.2; ὀρθοστάδην ὑ. ib.3.13, 17.ιγ; εἰς πενίαν App.BC2.2
;πόλις ὑποφερομένη πταίσμασι Plu.Comp.Per.Fab.1
; στάσιν ὑποφερομένην ἀνακαλεῖσθαι to revive an expiring faction, Id.Sert.4, cf. Lyc.2; of festivals, fall after their due time, Id.Caes.59.VI bring to a certain point,ὑ. τινὰ εἰς διόρθωσιν Id.Lyc.25
:—[voice] Pass., to be carried away,ὑ. εἰς ὕβριν Id.Alc.18
;πρὸς τὸ κομπῶδες Id.Alex.23
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποφέρω
-
9 μη-δέ
μη-δέ (vgl. οὐδέ), eigtl. aber nicht, wenn an einen positiven Satz ein negativer angereiht wird, νῦν μὲν δαινύμενοι τερπώμεϑα μηδὲ βοητὺς ἔστω, Od. 1, 369, öfter; auch μηδέ τε, Il. 22, 185. Ueber die Schreibung μὴ δὲ vgl. Schäfer in Bast ep. crit. app. p. 29. – Gewöhnl. = u ndnicht, auchnicht, nichteinmal (vgl. οὐδέ u. μή); von καὶ μή, und zwar nicht, unterschieden, Od. 4, 710 Il. 21, 375 u. öfter; mit nachdrücklicher Wiederholung, μηδ' ὅντινα γαστέρι μήτηρ κοῦρον ἐόντα φέροι, μηδ' ὃς φύγοι, nicht einmal wen die Mutter im Leibe trägt, auch der nicht entrinne, 6, 56; auch wo es doppelt steht, unterscheidet es sich von μήτε – μήτε, indem das zweite Satzglied als etwas Neues hinzutritt und nicht schon durch das erste verlangt ist, die wechselseitige Beziehung der beiden Satztheile also nicht hervorgehoben ist, μηδέ τις ἱπποσύνῃ τε καὶ ἠνορέηφι πεποιϑὼς οἶος πρόσϑ' ἄλλων μεμάτω Τρώεσσι μάχεσϑαι μηδ' ἀναχωρείτω, es soll auch keiner allein kämpfen, – und auch nicht zurückgehen, 4, 303 ff., vgl. 21, 338. 24, 152; καὶ μηδὲ σαυτῆς ἐκμαϑεῖν ζήτει πόνους, auch nicht, Aesch. Prom. 778, öfter, wie bei den andern Tragg., bei Ar. u. in Prosa, beim Verbot, wie μή c. imper. praes. oder conj. aor., σὺ δ' ἡσύχαζε μηδ' ἄγαν λαβροστόμει, Aesch. Prom. 327, μηδέ μοι φϑονήσῃς, 585, αὔϑ' ἕκαστ' ἔκφραζε, μηδέ μοι δι πλᾶς ὁδοὺς προςβάλῃς, 952; πέμψον τινὰ στελοῦντα μηδὲ τοῦτ' ἀφῇς, Soph. O. R. 860; c. conj. praes., μηδ' ἔτι Νείλου προχοὰς σέβωμεν, Aesch. Suppl. 1003, u. imper. aor., καὶ νῦν ἔασον μηδέ σοι μελησάτω, Prom. 332, vgl. Suppl. 663. – Μηδ' ὁτιοῦν, auch nicht irgend Etwas, Plat. Polit. 300 o; μηδὲ τὸ παράπαν, gar nicht, ganz und gar nicht, Prot. 334 a; μηδὲ ἀρχήν, überhaupt nicht, Gorg. 478 c; μηδὲ εἷς, μηδὲ ἕτερος, nachdrücklicher als μηδείς, μηδέτερος, auch nicht Einer, wo μηδέ nie durch Elision sein ε verliert und durch Präpositionen und andere Partikeln vom εἷς getrennt werden kann; so καὶ μηδ' ὑφ' ἑνὸς ἄλλου, Conv. 222 d, μηδ' ὑπὸ μιᾶς ἄρχεσϑαι τῶν ἡδονῶν, Alc. I, 122 a, ὁπότε μηδ' ὑφ' ἑνὸς ἀπόλλυται κακοῦ, Rep. X, 610 e. – Wenn es zu Sätzen tritt, die mit μήτε – μήτε verbunden sind, so hebt es wie unser auch nicht, nicht einmal, das Folgende nachdrücklicher hervor, als dies bei einer Gleichstellung mit μήτε der Fall sein könnte, οἷς μήτε παιδεία ἐστί, μήτε νόμοι, μηδὲ ἀνάγκη μηδεμία, ja nicht einmal ein Bedürfniß, Plat. Prot. 327 d, vgl. Men. 96 c. – So sind auch die Fälle zu beurtheilen, wo nur einmal μήτε steht und es diesem zu entsprechen, also geradezu für μήτε zu stehen scheint, μή νυν, ὅτι φϑονεραὶ ϑνατῶν φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν, μηδὲ τούςδ' ὔμνους, wo wir es noch auch übersetzen, Pind. I. 2, 43 ff.; etwas anders Soph. Phil. 760, ἐφίεμαι ἑκόντα μήτ' ἄκοντα μηδέ τῳ τέχνῃ μεϑεῖναι, wo vor ἑκόντα ein zweites μήτε zu ergänzen ist.
-
10 ἀείρω
ἀείρω ( ΑΕΡ, vgl. ἀήρ); att. αἴρω, auch Hom. Il. 17, 724; äol. ἀέῤῥω, Sapph. frg. 73; fut. ( ἀερῶ, att.) ἀρῶ, Soph. Ai. 75, zuweilen mit langem α, z. B. ἀροῠμεν Aesch. Pers. 781 u. Eur. I. T. 117; aor. ἄειρα, ion. ἤειρα, ἀεῖραι, ἀείρας, att. ᾑρα, ἆρον imper. Soph. Ir. 796, ἄραντες Thuc. 1, 52, conj. ἀέρσῃ Panyas. bei Ath. II, 36 e; perf. ἦρκα, ἠρκώς, Dem. 25, 52. – Med. ἀείρομαι, att. αἴρομαι, vgl. auch ἄρνυμαι; fat. ἀροῠμαι Soph. O. C. 460; aor. ἠειράμην, ἀειραμένη Odyss. 15, 106 Iliad. 6, 293, -ος 23, 856, att. ἠράμην, auch bei Hom., ἠράμεϑα II. 22, 393; aor. II. bei Hom. u. Tragg., ἀρόμην Il. 23, 592, ἀρέσϑαι, ἀροίμην, alle mit kurzem α. – Pass. αἴρομαι; ᾔρετο impf. Xen. Hell. 5, 2, 5; vgl. ἠερέϑομαι; aor. ἀέρϑην (παρηέρϑη), ἄερϑεν = ἀέρϑησαν II. 8, 74, att. ἤρϑην, Thuc. 1, 49, Hom. Od. 8, 375. 9, 383. 12, 432 ἀερϑείς, Iliad. 13, 63 Od. 5, 393 ἀρϑείς; fat. ἀρϑήσομαι Ar. Ach. 565; perf. ἦρμαι (ἐπηρμένος), ἠερμένος Ap. Rh. 2, 171; plusqpf. ἄωρτο Il. 3, 272. 19, 253, auch Theocr. 24, 43, war hoch gehoben, hing, vgl. Buttmann Lexil. 1, 293. – 1) Vom Boden aufnehmen, in die Höhe heben, bes. um zu tragen, ὑψόσ' ἀείρας II. 10, 465, ἔγχος ἀεῖραι 8, 424, ἐκ βελέων ἀείρας 16, 678, δμωὰς νόσφιν ἀειράσας 24, 583; μῆλα ἐξ Ἰϑάκης ἄειραν, räuberisch wegführen, Od. 21, 18; κτήματ' ἄγων, ὅσα οἱ νέες ἄχϑοςἄειραν, in die Höhe hoben, trugen, 3, 312; ζυγόν, das Joch tragen, Theocr. 27, 20; ὀρϑὸν αἴρειν κάρα, den Kopf gerade in die Höhe richten, Aeseh. Ch. 489; ὀφϑαλμόν, das Auge erheben, Soph. Trach. 792; μετέωρον ἄρας Ar. Equ. 1362; σύ μ' αὐτὸς ἆρον, σύ με κατάστησον, hebe, richte mich auf, Soph. Phil. 867, wie γραῖαν πεσοῠσαν αἴρετ' εἰς ὀρϑόν Eur. Froad. 465; ἄρασα ἐπ' ὤμων Aesop. 73; ἀπὸ γῆς Plat. Tim. 90 a; τεῖχος, d. i. aufführen, Thuc. 1, 90; ἀράτω τὴν χεῖρα, er hebe die Hand hoch, beim Abstimmen, Xen. An. 5, 6, 33, dem ἀνατείνειν entsprechend, u. oft; πόδ' ἔξω δωμάτων αἴροντι Eur. Hec. 965 Hel. 1643; σκέλη, die Beine aufheben, Xen. de re eqn. 10, 15; κοῠφον βῆμα, den Tritt leicht erheben, eilen, Eur. Troad. 344; – σημεῖον, die Fahne. das Feldzeichen erheben, ἐπεὶ τὰ σημεῖα ἤρϑη Thuc. 1, 49. 63; aber auch ἦρε τοῖς κέρασι σημεῖον μηκέτι πορεύεσϑαι, er ließ Halt blasen, Xen. Cvr. 1, 2, 23; μηχανήν, ϑεούς, die Maschine zum Emporheben der Götter in Bewegung setzen, Antiphan. bei Ath. VI, 222 c, wie Plat. Crat. 425 d u. Plut. Them. 10; Lyc. 25; übtr., πᾶσαν μηχανὴν αἴρειν, alle Hebel in Bewegung setzen, Dion. 18; – τὰς ὀφρῠς Men. Stob. 22, 9; über μασχάλην αἴρειν vgl. Zenob. 5, 7; – ναῦς ἄραντες ἀπὸ τῆς γῆς, d. i. abfahrend, Thuc. 1, 52; u. danach στόλον Aesch. Ag. 47 Pers. 795; ἐκ τερμάτων νόστον ἄρωμεν Eur. I. T. 117, ἄρας ναυσὶ χιλίαις Ἄρη El. 2; intrans., ἄρας τῷ στρατῷ, aufbrechend, Thuc. 2, 12, u. oft, wie Plut., z. B. ἄραντες στρατῷ μεγάλῳ Poplic. 22, vgl. med.; von der Sonne, aufgehen, ἥλιος ταύτῃ μὲν αἴρῃ, τῇδε δ' αὖ δύνῃ Soph. Phil. 1331. – Uebertr., ἆϑλον ἆραι, d. i. den Kampf aufnehmen, übernehmen, Soph. Fr. 80; auch δειλίαν ἀρεῖς Ai. 70, ὄγκον 129, ϑυμόνΟ. R. 914, wie ϑάρσος αἶρε Eur. I. A. 1598, vgl. Mus. 243, Muth, Feigheit, Dünkel fassen, zeigen, u. s. med. – Oft heben, vergrößern, ἡ δύναμις ᾔρετο Thuc. 1, 118; bes. mit Worten und Ehren, erheben, preisen, πολλῷ σ' ἐπαίνῳ ὑψηλὸν ἀρῶ Eur. Heraclid. 322, σ' ἦρεν εἰς ὕψος Phoen. 409; δόμον μέγαν ἀείρας Aesch. Ch 260. μέγαν μιν ἄρας 780; αἴρειν τὸ πρᾶγμα λόγῳ καὶ φοβερὸν ποιεῖν Dem. 21, 71, u. pass. ἤρϑη μέγας 2, 8, wie ἀρϑεὶς δὲ μέγας καὶ τιμηϑεὶς ὡς οὐδεὶς πώποτ' ἐν ὑμῖν Ar. Vesp. 1023, zu großem Ruhme gelangt; u. so noch Sp. αἴρειν τὸν λόγον, erhabener sprechen, Chrysost. – Auch wegtragen, wegnehmen, ἀπό με τιμᾶν ἦραν Aesch. Eum. 808, hoben mich weg von den Ehrenbezeugungen, entrissen mir diese; κακά Eur. El. 942; αἴρειν ἐκ πόλεως Plat. Rep. IX, 578 e; συνϑήκας ἄρασϑαι, im Ggstz von ϑέσϑαι, D. L. 5, 63, aufheben; vgl. δίκην ἄρασϑαι Aesch. 1, 66; so auch αἴρετε τὰς τραπέζας Men. bei B. A. 358, ἀρτέον τραπέζας Alexis bei Ath. XIV, 642 f. ὡς ἦν ἠρμένη τράπεζα Timocl. bei Ath. X, 455 f. ἀρϑείσης τῆς τραπέζης Plut. san. tu. p. 383, den Tisch fortnehmen, παρακειμένην ἀφελεῖν VLL., aber μή μοι οἶνον ἄειρε Il. 6, 264, erhebe den Wein (im Becher) nicht, um ihn mir zu reichen; vgl. αἶρε τὸ νᾶμα, bring das Naß, Theocr. 15, 27, wie auch ᾔρετο τράπεζα vom Auftragen der Speisen Eubul. bei Ath. XV, 685 e; ebenso med. κρατῆρά τ' αἴρου Anaxandr. bei Ath. II, 48 a. – Bei Ar. Ach. 565 ist ἀρϑήσει du wirst weggeschafft oder getödtet werden, wie es Dion. Hal. 4, 4 u. Sp., wie N. T., geradezu für tödten brauchen. – 2) Med. in denselben Bedeutungen auf das Subj. bezogen, αἴρεσϑε, hebet auf, Soph. Tr. 1255; νηῦς ἄχϑος ἄροιτο Il. 20, 247, πάντας ἀειράμενος πελέκεας οἶκόνδε φερέσϑω 23, 856, wie ἀραμένους ἀποφέρειν, aufnehmen u. wegtragen, Xen. Hell. 4, 5, 14; αἴρεσϑ' ἔσω τεύχη Eur. El. 360, tragt sie hinein, νὶν ἠράμηνβάϑρων ἄπο I. T. 1201; ἀράμενος ἐπὶ τῶν ὤμων Aeson. 20; ἀράμενος τὴν προβοσκίδα, seinen Rüssel erheben, Plut. Pyrrh. 20; – ἱστοὐς Xen. Hell. 6, 2, 29; τὰ ἱστία ἀείρασϑαι, die Segel aufziehen und absegeln, s. act., Her. 8, 56. 94 u. nach Schweigh. Conj. für ἀρώμενος, 1, 27; ebenso pass., ἀερϑέντες ἐκ τῶν Οἰνουσσέων-ἔπλεον 1, 165, sie machten sich auf; auch vom Landweg, 9, 25. – Bes. Waffen erheben, ὅπλα Xen. Cyr. 4, 2, 18; ἐχϑρὸν αἴρεσϑε δόρυ Eur. Heracl. 314; Soph. ἄρας ἔπαισεν, er hob (den Stab) hoch, holte aus und schlug, O. R. 1270; πόλε μον ἄρασϑαίτινι, Krieg erheben, übernehmen, Plat. com. bei Prisc. XVIII p. 211; Aeseh. Spt. 341; Her. 7, 132. 156; Thuc. 1, 80; Xen. Cyr. 1, 6, 45; νεῖκος, δηϊοτῆτα, Theogn. 90. 403 u. a. – Oft bei Hom., für sich davon tragen, erwerben, ἀέϑλια ποσσὶν ἄροντο Il. 9, 124, κῠδος ἀρέσϑαι Iliad. 16, 88. 17, 287. 419 Od. 22, 253, ἤρατο κῦδος Iliad. 3, 373. 18, 165, κῦδος ἄροιτο 22, 207, κ. ἄρηται 14, 365. χάριν καὶ κῦδος 4, 95, wie Aesch. Spt. 298 u. Pind. I. 1, 50; κλέος ἐσϑλὸν ἀρέσϑαι Iliad. 17, 16, κλέος ἐσϑλὸν ἀροίμην 18, 121, κλέος ἐσϑλὸν ἄρηαι Hesiod. Se. 107; εὖχος Il. 7, 203; νίκας Pind. I. 6, 57; vgl. Plut. Them. 15; Plat. Legg. XII, 969 a; ᾡ παιδὶ (für seinen Sohn) μέγα κλέος ἤρατο Od. 1, 240; ἕλκος ἀρέσϑαι, eine Wunde davontragen, Il. 14, 130; ὅσσ' Ὀδυσεὺς ἐμόγησε καὶ ἤρατο Od. 4, 107; πόνους Eur. Ion. 199, auf sich nehmen; πένϑος Soph. O. R. 1223, u. in vielfachen Uebertragungen, δίκας ἀρέσϑαι παρά τινος, Rache nehmen, El. 34; τόλμαν Pind. N. 7, 59; φυγήν Eur. Rhes. 54, fliehen; ποδοὶν κλοπὰν ἀρ., heimlich fliehen, Soph. Ai. 243; δυςμένειαν, ἔχϑραν Eur. Heracl. 986: κίνδυνον Andoc. 1, 11; Lys. 2, 14, u. sonst. – 3) Pass., gehoben werden, τὸ ὕδωρ ᾔρετο ὑπέρ τινος, das Wasser stieg über, Xen. Hell. 5, 2, 5; sich erheben, ὑψόσ' ἀερϑείς Od. 12, 432; ἔρνος ἀερϑέν Aesch. Ag. 1506, u. übertr. ἀρϑῆναι φόβῳ, δείμασι Spt. 196; Eur. Hec. 68, gespannt; oft ἐλπίσι, Plut. u. a. Sp. S. oben einzelne Beispiele.
-
11 υποφερω
(fut. ὑποίσω, aor. 1 ὑπήνεγκα - эп. ὑπήνεικα, aor. 2 ὑπήνεγκον)1) уносить прочь(τέν ναῦν εἰς τέν θάλασσαν Plut.)
μ΄ ὑπήνεικαν ταχέες πόδες Hom. — меня унесли быстрые ноги2) уносить вниз(τοῖς ποταμος ὑποφέρεσθαι Plut.)
ὑποφέρεσθαι κατὰ κρημνῶν ὀλισθήματα Plut. — скатываться по скользким скалам;τὰ πράγματα μοχθηρῶς ὑποφερόμενα Plut. — дела, которые идут все хуже и хуже;ὑποφέρεσθαι πταίσμασί τινος Plut. — приходить из-за чьих-л. ошибок в упадок;δι΄ ἀσθένειαν ὑποφέρεσθαι Plut. — уступать по слабости (характера);ὑποφέρεσθαι κατὰ μικρόν Plut. — мало-помалу отставать (от истинного календаря);ἥ ὑποφερομένη Μαρίου στάσις Plut. — приходящая в упадок партия Мария3) выносить снизуὑ. τὸ ὑποκείμενον Arst. — удалять подпору
4) подгибать, поджимать(τὰ ὀπίσθια σκέλη Arst.)
5) подставлять(τι ταῖς πληγαῖς Plut.)
6) наносить(θανασίμους πληγάς Plut.)
7) поддерживать, нести на себе(δᾷδα ἡμμένην Plut.)
ὅπλα ὑ. Xen. — нести оружие (за кем-л.);τὰ τὰ σημεῖα δόρατα ὑποφέροντα Plut. — копья с находящимися на них значками8) приводить, доводитьὑ. εἰς νουθεσίαν καὴ διόρθωσιν Plut. — наставлять и исправлять;
πρὸς τὸ κομπῶδες ὑποφέρεσθαι Plut. — впадать в хвастливый тон9) выносить, переносить, выдерживать, терпеть(πόνους καὴ κινδύνους Isocr.; τὰς τῆς τύχης μεταβολάς Polyb.)
10) предлагать(σπονδαὴ ὑποφερόμεναι Xen.)
11) выставлять в качестве предлога, приводить в свое оправдание(τι Xen.)
12) подсказывать, внушать(ἐλπίδα τινός Soph.)
-
12 τε
τε A1 connective,a joining words and phrases.ἐς ἔρανον φίλαν τε Σίπυλον O. 1.38
νέκταρ ἀμβροσίαν τε O. 1.62
βίαν παρθένον τε O. 1.88
ταχυτὰς ποδῶν ἀκμαί τ' ἰσχύος O. 1.96
ἔρεισμ' Ἀκράγαντος εὐωνύμων τε πατέρων ἄωτον O. 2.7
Πυθῶνι Ἰσθμοῖ τε O. 2.50
Κύκνον Ἀοῦς τε παῖδ' Αἰθίοπα O. 2.83
ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν πραπίσιν ἀφθονέστερόν τε χέρα O. 2.94
τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρυφόν τε θέμεν ( τιθέμεν coni. Hermann) O. 2.97 ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθ-λων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις O. 5.6
πόνος δαπάνα τε O. 5.15
ζώναν καταθηκαμένα κάλπιδά τ O. 6.40
ἀγῶνας ἔχει μοῖράν τ' ἀέθλων O. 6.79
λύραι μολπαί τε O. 6.97
τῶνδε κείνων τε O. 6.102
Ὀλυμπίᾳ Πυθοῖ τε νικώντεσσιν O. 7.10
παῖδ' Ἀφροδίτας Ἀελίοιό τε νύμφαν O. 7.14
πελώριον ἄνδρα πατέρα τε O. 7.17
ζωοῖσιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα O. 7.52
τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν ἄνδρα τε O. 7.89
παῖς ὁ Λατοῦς εὐρυμέδων τε Ποσειδάν O. 8.31
Θέμις θυγάτηρ τε O. 9.15
πόλεμον μάχαν τε πᾶσαν O. 9.40
Πύρρα Δευκαλίων τε O. 9.43
πόλιν δ' ὤπασεν λαόν τε διαιτᾶν O. 9.66
υἱὸν δ' Ἄκτορος Αἰγίνας τε Μενοίτιον O. 9.70
προξενίᾳ δ' ἀρετᾷ τ O. 9.83
ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς κάλλιστά τε ῥέξαις O. 9.94
Ἰολάου τύμβος ἐνναλίᾳ τ' Ἐλευσὶς O. 9.98
ὑπὸ στερεῷ πυρὶ πλαγαῖς τε σιδάρου O. 10.37
σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε O. 10.59
ἐκ Πυθῶνος Ἰσθμοῖ τ O. 12.18
Εὐνομία κασιγνήτα τε O. 13.6
σταδίου τιμὰν διαύλου θ O. 13.37
Μοίσαις Ὀλιγαιθίδαισίν τ O. 13.97
Δὶ Ἐνυαλίῳ τ O. 13.106
στεφάνοισι ἵπποις τε P. 1.37
ταῦτα νόῳ τιθέμεν εὔανδρόν τε χώραν P. 1.40
ἁγητὴρ ἀνήρ, υἱῷ τ' ἐπιτελλόμενος (cf. A. 4. a infra) P. 1.70ἀνδρῶν ἵππων τε P. 2.2
παρθένος ὅ τ' ἐναγώνιος Ἑρμᾶς P. 2.10
ξεινίαν κοίταν ἄθεμίν τε δόλον P. 3.32
Λατοίδαισιν Πυθῶνί τ P. 4.3
Ἀπόλλων ἅ τε Πυθὼ P. 4.66
νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις P. 4.130
“ ἐκ πόντου σαώθη ἔκ τε ματρυιᾶς ἀθέων βελέων” P. 4.162Ζήταν Κάλαίν τ P. 4.182
δήσαις ἐμβάλλων τ P. 4.235
πάχει μάκει τε P. 4.245
ἀπὸ γᾶς ἀπό τε κτεάνων P. 4.290
Ἡρακλέος ἐκγόνους Αἰγιμιοῦ τε P. 5.72
[θ (codd.: om. byz.) P. 5.100] σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν ἔνδικόν τ' Ἀρκεσίλᾳ (bis) P. 5.102νόον φέρβεται γλῶσσάν τε P. 5.111
ἐπ' ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς P. 5.119
πατρὶ τεῷ, Θρασύβουλε, κοινάν τε γενεᾷ νίκαν P. 6.15
στεροπᾶν κεραυνῶν τε P. 6.24
[τίνα πάτραν, τίνα τ' οἶκον (τ del. Boeckh) P. 7.6κεραυνῷ τόξοισί τ' Ἀπόλλωνος P. 8.18
ποίᾳ Παρνασσίδι Δωριεῖ τε κώμῳ P. 8.20
“ κύμασιν ῥιπαῖς τ' ἀνέμων” P. 9.48καλλίσταν πόλιν ἀμφέπει κλεινάν τ' ἀέθλοις P. 9.70
παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ P. 9.96
τέλος ἀρχά τε P. 10.10
θαλίαις εὐφαμίαις τε P. 10.35
ἐν καὶ παλαιτέροις νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα P. 10.59
ἑπταπύλοισι Θήβαις χάριν ἀγῶνί τε Κίρρας P. 11.12
τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον καλύψαι τ' ἀμάχανον P. 11.26
ἄκρον ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος P. 11.55
ἀθανάτων ἀνδρῶν τε P. 12.4
δέξαι στεφάνωμα τόδ' ἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ αὐτόν τέ νιν P. 12.6
Σερίφῳ λαοῖσί τε P. 12.12
ἅρμα Νεμέᾳ τ N. 1.7
θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε N. 1.56
στεφάνων ἀρετᾶν τε N. 3.8
ἐὼν καλὸς ἔρδων τ' ἐοικότα N. 3.19
Αἰακῷ γένει τε N. 3.28
κυνῶν δολίων θ' ἑρκέων N. 3.51
τετραορίας ἥροάς τ N. 4.29
τεθμὸς ὧραί τ N. 4.34
οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ N. 4.67
ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ' ἀκάτῳ N. 5.2
Αἰακίδας ἐγέραιρεν ματρόπολίν τε N. 5.8
Θέτιν Πηλέα θ N. 5.26
ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν μείς τ' ἐπιχώριος N. 5.44
ἀφνεὸς πενιχρός τε N. 7.19
ἐπεὶ ψεύδεσί οἱ ποτανᾷ τε μαχανᾷ σεμνὸν ἔπεστί τι (supp. Hermann: τε om. codd.) N. 7.22τεῶν Διός τ' ἐκγόνων N. 7.50
ξεῖνον ἀδελφεόν τ N. 7.86
ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι N. 7.99
τρὶς τετράκι τ N. 7.104
Διὸς Αἰγίνας τε N. 8.6
πάτρᾳ Χαριάδαις τ (Sandys: τε codd.) N. 8.46τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51
πατρίων οἴκων ἀπό τ' Ἄργεος N. 9.14
ὅπλοισιν ἱππείοις τε σὺν ἔντεσιν N. 9.22
σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44
Δαναοῦ πόλιν ἀγλαοθρόνων τε πεντήκοντα κορᾶν N. 10.1
Ζεὺς ἐπ' Ἀλκμήναν Δανάαν τε μολὼν N. 10.11
πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε N. 10.12
ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας ἀέθλων τε κρίσιν N. 10.23
Θρασύκλου Ἀντία τε N. 10.40
ποδῶν χειρῶν τε (Er. Schmid: ποδῶν τε χειρῶν (τε) codd.) N. 10.48θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ' οὐρανῷ N. 10.58
Ἀρισταγόραν πάτραν τ N. 11.20
κωμάσαις ἀνδησάμενός τε N. 11.28
αἶσαν Ἐρχομενοῖό τε πατρῴαν ἄρουραν I. 1.35
καὶ τόθι κλειναῖς τ' Ἐρεχθειδᾶν χαρίτεσσιν ἀραρὼς (τ supp. Bergk, om. codd.: καὶ τόθι. κλειναῖς δ coni. Heyne) I. 2.19φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν I. 4.10
κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις I. 4.26
ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ, ναυτιλίαισί τε πορθμὸν ἡμερώσαις (? c. τε v. 55) I. 4.57 διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο παίδων τε τρίταν (τε supp. Hermann, om. codd.) I. 4.71Κάστορος δ' αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ I. 5.33
Αἰακοῦ παιδῶν τε I. 5.35
Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ Νηρείδεσσί τε πεντήκοντα I. 6.6
Ἀίδαν γῆράς τε I. 6.15
Κλωθὼ κασιγνήτας τε I. 6.17
αἰνέων δὲ καὶ Ἕκτορα Ἀμφιάρηόν τε I. 7.33
Κλεάνδρῳ τις ἁλικίᾳ τε I. 8.1
υἱέες υἱέων τ' ἀρηίφιλοι παῖδες I. 8.25
Ζεὺς ἀγλαός τ' ἔρισαν Ποσειδὰν I. 8.27
Αἴγιναν σφετέραν τε ῥίζαν I. 8.56
οἷοι δ' ἀρετὰν δελφῖνες ἐν πόντῳ, ταμίαι τε σοφοὶ Μοισᾶν ἀγωνίων τ ἀέθλων (bis) I. 9.7—8. Ἀγαμήδει Τρεφωνίῳ θ fr. 2. 2.Ἐνιαυτὸς ὧραί τε Pae. 1.6
Θρονίας Ἄβδηρε χαλκοθώραξ [Πος]ειδᾶνός τε παῖ Pae. 2.2
Ἀπόλλωνα πάρ τ' Ἀφρο[δίταν Pae. 2.5
πόλεμον Διὸς Ἐννοσίδαν τε Pae. 4.41
κεραυνῷ τριόδοντί τε Pae. 4.43
πλούτου πειρῶν μακάρων τ ἐπιχώριον τεθμὸν ἀπωσάμενος Pae. 4.46
ἔταις τεοῖσιν ἐμαῖς τε τιμαῖς Pae. 6.11
σὺν πατρὶ Μναμοσύνᾳ τε Pae. 6.56
τεκέων ἀλόχων τε Pae. 8.78
καλάμῳ μήδεσί τε φρενὸς Pae. 9.37
κρόταλ αἰθομένα τε δαὶς Δ. 2. 1. στεφάνων τᾶν τ ἐαριδρόπων ἀοιδᾶν fr. 75. 6. πάνδοξον Αἰολάδα σταθμὸν υἱοῦ τε Παγώνδα Παρθ. 2. 1. Ἀγασικλέει ἐσλοῖς τε γονεῦσιν Παρθ. 2.. ἔν τε Πίσᾳ Παρθ. 2.. πέλλαι πίθοι λτ;τε> (supp. Schwartz: τε om. codd. Plutarchi) *fr. 104b. 5.* ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τε> (supp. Boeckh, om. codd. Plutarchi) Θρ... τερπνῶν χαλεπῶν τε fr. 131b. 4. σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες fr. 133. 4. ἄνακτι πατρί τε fr. 140a. 64 (38). πόντον ὠκείας τ' ῥιπάς fr. 140c. 2. μένω[ν Ἀμ]φιτρύωνί τε σᾶμα χέω[ν (τε in lacuna add. Snell) fr. 169. 48. ἀγλαὰ χθὼν πόντου τε ῥιπαὶ fr. 220. 3. θεὸν ἄνδρα τε fr. 224. κάπρων λεόντων τε fr. 238. where τε joins words in apposition,ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος πύργος ἄστεος ὄμμα τε φαεννότατον P. 5.56
πρόσθα μὲν ἶς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλανός τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον ( τε ποταμου ροαι Π: ποταμοῦ del. Wil.) fr. 70. 2.διδύμας χάριτας εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων κῶμόν τ P. 3.73
where the coordination is irregular, cf. A. 4 infra,Οὐλυμπιονίκαν δέξαι Χαρίτων θ' ἕκατι τόνδε κῶμον O. 4.9
Ἰσθμοῖ τά τ' ἐν Νεμέᾳ O. 13.98
ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς P. 1.72
ξεστὸν ὅταν δίφρον ἔν θ' ἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον P. 2.11
παρθενίοις ὑπό τ' ἀπλάτοις ὀφίων κεφαλαῖς P. 12.9
παρθενηίοις παίδων τ' ἐφίζοισα γλεφάροις N. 8.2
Πυθῶθεν Ὀλυμπιάδων τ' ἐξαιρέτοις Ἀλφεοῦ ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.65
ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.41
καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν fr. 42. 3. θεόν, τὸν Βρόμιον, τὸν Ἐριβόαν τε βροτοὶ καλέομεν (τε om. codd. nonnulli) fr. 75. 10.b joining clauses χρυσέαισί τ' ἄν ἵπποις (Er. Schmid: κἀν, ἀν codd.) O. 1.41ὃς Ἕκτορα σφᾶλε Κύκνον τε θανάτῳ πόρεν O. 2.82
κολλᾷ τε O. 5.13
αἰτήσων πόλιν δαιδάλλειν, σέ τ, Ὀλυμπιόνικε, φέρειν γῆρας O. 5.21
ὃς ἄνασσε Φαισάνᾳ λάχε τ' Ἀλφεὸν οἰκεῖν O. 6.34
( Ἑρμᾶν)ὃς ἔχει Ἀρκαδίαν τ' εὐάνορα τιμᾷ O. 6.80
ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται ὅς τ' ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται P. 1.15
ὃς Πριάμοιο πόλιν πέρσεν τελεύτασέν τε πόνους Δαναοῖς P. 1.54
ἤθελον Χίρωνά κε ζώειν βάσσαισί τ' ἄρχειν P. 3.4
“ κέλεται γὰρ ἑὰν ψυχὰν κομίξαι δέρμα τε ἄγειν” P. 4.161, cf. P. 4.294 ὅτι μοι ὑπάν-τασεν μαντευμάτων τ' ἐφάψατο συγγόνοισι τέχναις P. 8.60
εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι, ὑπὲρ πολλῶν τε τιμαλφεῖν N. 9.54
εἰ δέ τις μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους, ἔν τ' ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν N. 11.14
εἰ γάρ τις πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰν σύν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν I. 6.12
οὕνεκα δίδυμαι γένοντο θύγατρες Ζηνί τε ἅδον (Er. Schmid: θ' ἅδον cod.) 1. 8. 18. with irregular coordination,ὕμνον κελάδησε ὅρμον στεφάνων πέμψαντα Θήβαις τ' ἐν ἑπταπύλοις οὕνεκ Ἀμφιτρύωνος κτἑ N. 4.19
, cf. N. 5.26, A. 4 infra.c joining sentences [ τέκε τε (byz.: ἃ τέκε codd.: ἔτεκε Boehmer) O. 1.89]Σικελίας τ O. 2.9
Ἀχιλλέα τ O. 2.79
μετάλλασσέν τε O. 6.62
O. 8.19εὐφράνθη τε O. 9.62
Ἄργει τ' ἔσχεθε O. 9.88
ὁπᾷ τε O. 10.11
μέλει τε O. 10.14
δέξαι τε (δὲ v. l.) O. 13.29Νέμεά τ O. 13.34
ὅσσα τε O. 13.43
εὗρεν δεῖξέν τε O. 13.75
ἀλαθής τε O. 13.98
τά τ' ἐσσόμενα O. 13.103
κλέπτει τε P. 3.29
ἕδνα τε P. 3.94
κυλινδέσκοντό τε P. 4.209
λιτάς τ P. 4.217
καταίνησάν τε P. 4.222
ἔν τ' ὠκεανοῦ P. 4.251
Παιάν τέ σοι τιμᾷ φάος P. 4.270
εὐθύτονόν τε P. 5.90
τίν τ, Ἐλέλιχθον P. 6.50
ἅρπασ, ἔνεικέ τε P. 9.6
“ στάξοισι θήσονταί τε” P. 9.63ὁδοί τε P. 9.68
ἄφωνοί θ P. 9.98
στρατῷ τ P. 10.8
χαίρει γελᾷ θ P. 10.36
δάφνᾳ τε P. 10.40
ἔπεφνέ τε P. 10.46
ἀδελφεοῖσί τ P. 10.69
μάντιν τ' ὄλεσσε (perhaps with μέν v. 31) P. 11.33κατένευσέν τε N. 1.14
ἰδίᾳ τ N. 3.24
κάπρους τ N. 3.47
γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν N. 3.57
πίτναν τ N. 5.11
φράσθη κατένευσέν τε N. 5.34
τόλμαν τε N. 7.59
ἔν τε δαμόταις N. 7.65
πατρί τ (codd.: δ Heyne e Σ.) N. 10.12εἶδ' Ἀπόλλων μιν πόρε τ I. 2.18
ἁδυπνόῳ τε I. 2.25
πέλονται ἔν τ' ἀγωνίοις I. 5.7
ὔμμε τ I. 6.19
εἶπέν τε I. 6.51
τόν τε Θεμιστίου ὀρθώσαντες οἶκον I. 6.65
υἱοῖσί τε I. 6.68
φέρει γὰρ ἄγει τ I. 7.22
μάτρωί τ I. 7.24
ἔσσυταί τε I. 8.61
ἀμφί τε Pae. 2.97
ἐρικυδέα τ' Pae. 5.39
ἔκλαγξέ θ (G—H: τε Π.) Πα. 8A. 10.Εὐρίπου τε Pae. 9.49
ἀλκάεσσά τε Δ. 2. 1. δεῦτ' ἐν χορόν, Ὀλύμπιοι, ἐπί τε κλυτὰν πέμπετε χάριν fr. 75. 2. Διόθεν τε fr. 75. 7. ἐναργέα τ fr. 75. 13. τελευταί τε fr. 108a. 4.2 in enumeration,a AB τε C τε (D τε)ἕδος νέμων, ἀέθλων τε κορυφὰν πόρον τ' Ἀλφεοῦ O. 2.13
ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν Λίνδον τ O. 7.74
ὅ τ' ἐν Ἄργει τά τ ἐν Ἀρκαδίᾳ ἀγῶνές τ Πέλλανά τ· Αἰγίνᾳ τε ἐν Μεγάροισίν τ O. 7.83
—6.ἐπ' Ἀλφεοῦ ῥεέθροισιν Πυθοῖ τ μηνός τε O. 13.38
ὦ πότνἰ Ἀγλαία φιλησίμολπέ τ' Εὐφροσύνα Θαλία τ O. 14.14
—5.Ζηνὸς Ἀλκμήνας θ' ἑλικογλεφάρου Λήδας τε P. 4.172
ὤρεγον χεῖρας, στεφάνοισί τέ μιν ποίας ἔρεπτον, μειλιχίοις τε λόγοις ἀγαπάζοντ P. 4.240
ἔν τ' ὠκεανοῦ πελάγεσσι μίγεν πόντῳ τ ἐρυθρῷ Λαμνιᾶν τ ἔθνει γυναικῶν P. 4.251
—2.ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ ἔν τε σοφοῖς P. 4.294
—5.νέμει, πόρεν τε κίθαριν, δίδωσί τε μυχόν τ' ἀμφέπει P. 5.65
ἔν τε πέφανταί θ' ὅσαι τ θεός τε P. 5.114
—7.Μεγάροις δ' ἔχεις γέρας μυχῷ τ ἐν Μαραθῶνος, Ἥρας τ ἀγῶν δάμασσας ἔργῳ P. 8.78
—80.παντᾷ δὲ χοροὶ παρθένων λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται P. 10.39
λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε ματρός τ ἔμπεδον δουλοσύναν τό τ ἀναγκαῖον λέχος P. 12.14
παρὰ Κασταλίαν τε πόντου τε γέφυρ' βοτάνα τε N. 6.37
—42.παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ' ἐν μάχαις N. 9.34
ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι, τύχᾳ τε μολὼν καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον, Μοίσαισί τ ἔδωκ ἀρόσαι N. 10.25
—6. “θέλεις λτ;ναίειν ἐμοὶγτ; σύν τ' Ἀθαναίᾳ κελαινεγχεῖ τ Ἄρει” N. 10.84Ποσειδάωνι Ἰσθμῷ τε ζαθέᾳ Ὀγχηστίαισίν τ' ἀιόνεσσιν I. 1.32
ναίει τετίματαί τε Ἥβαν τ' ὀπυίει I. 4.59
Φυλακίδᾳ γὰρ ἦλθον, ὦ Μοῖσα, ταμίας Πυθέᾳ τεκώμων Εὐθυμένει τε I. 6.58
αἵμασσε γεφύρωσέ τ' Ἑλέναν τ ἐλύσατο I. 8.51
στοναχαὶ μανίαι τ' ἀλαλαί τ Δ. 2. 13. τότε βάλλεται ἴων φόβαι, ῥόδα τε κόμαισι μείγνυται, ἀχεῖ τ ὀμφαὶ οἰχνεῖ τε χοροί fr. 75. 16—9 in apposition,βωμοὺς ἐγέραρεν ἁμίλλαις, ἵπποις ἡμιόνοις τε μοναμπυκίᾳ τε O. 5.6
—7.b AB τε καὶ C ( καὶ D)ἀμφέπει Δάματρα λευκίππου τε θυγατρὸς ἑορτὰν καὶ Ζηνὸς Αἰτναίου κράτος O. 6.96
χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι O. 10.62
ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει κασιγνήτα τε Δίκα καὶ ὁμότροφος Εἰρήνα (v. l. κασίγνηταί) O. 13.6—7. “ τότε γὰρ μεγάλας ἐξανίστανται Λακεδαίμονος Ἀργείου τε κόλπου καὶ Μυκηνᾶν” P. 4.49Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ P. 5.70
Ἐμμενίδαις ποταμίᾳ τ' Ἀκράγαντι καὶ μὰν λτ;γτ;ενοκράτει P. 6.6
ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλόν κελαδήσετ P. 11.9
Νεμέας Ἐπιδαυρόθεν τ' ἄπο καὶ Μεγάρων N. 3.84
πῦρ δὲ παγκρατὲς θρασυμαχάνων τε λεόντων ὄνυχας ὀξυτάτους ἀκμὰν καὶ δεινοτάτων σχάσαις ὀδόντων ( καὶ Ahlwardt: τε codd.) N. 4.62—4.Μοῖσά τοι κολλᾷ χρυσόν, ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ' ἁμᾶ καὶ λείριον ἄνθεμον ποντίας ὑφελοῖσ ἐέρσας N. 7.78
σέθεν, Ἀμφιτρύων, παῖδας προσειπεῖν, τὸν Μινύα τε μυχὸν καὶ τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευσῖνα καὶ Εὔβοιαν I. 1.56
c AB τε C τε καὶ Dἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν ποταμόν τε ὤανον ἐγχωρίαν τε λίμναν καὶ σεμνοὺς ὀχετούς O. 5.11
—12.τῶν ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δὶς κλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων Νεμέᾳ τ ἄλλαν ἐπ ἄλλᾳ καὶ κρανααῖς ἐν Ἀθάναις O. 7.81
—3.d miscellaneous τε, καὶ connections Ἄργει θ (δ v. l.)ὅσσα ὅσα τ' Πέλλανά τε καὶ Σικύων καὶ Μέγαῤ Αἰακιδᾶν τ εὐερκὲς ἄλσος, ἅ τ Ἐλευσὶς καὶ λιπαρὰ Μαραθών, ταί θ ἅ τ Εὔβοια O. 13.107
—112.Ζῆνα καὶ ῥιπὰς ἀνέμους τ' ἐκάλει νύκτας τε καὶ πόντου κελεύθους ἄματά τ εὔφρονα καὶ μοῖραν P. 4.194
—6.3 in anaphora [ἤρειδε Ποσειδάν, ἤρειδέν τέ μιν (δέ coni. Hermann) O. 9.32]ἐκ πόντου ἔκ τε ματρυιᾶς ἀθέων βελέων P. 4.162
ἀπὸ γᾶς ἀπό τε κτεάνων P. 4.290
κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις I. 4.26
ὑπὲρ χθονὸς ὑπέρ τ' ὠκεανοῦ Pae. 8.15
χάλκεοι μὲν τοῖχοι, χάλκ[εαί] θ ὑπὸ κίονες ἔστασαν Πα. 8. 68, cf. O. 9.94, [N. 1.37]4a where τε is irregularly connective, almost καὶ ταῦτα. (for irregularly positioned τε, v. A. 1. a, b, sub fin.; μέν τε; B. b.; D: cf. Schr., Pyth. Comm., on P. 1.75) πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα, πάτρῳ τ' ἐπερχόμενος ἀγλαίαν ἅπασαν (Bergk: ἔδειξεν ἅπασαν codd.) P. 6.46ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν N. 8.19
cf. P. 1.70ἀλλ' ἔμπαν μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν, ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες N. 11.45
b where τε is inclusive rather than connective τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά, Φυλακίδα, κεῖται, Νεμέᾳ δὲ καὶ ἀμφοῖν Πυθέᾳ τε, παγκρατίου (ἀμφοτέροις ὑμῖν, σοί τε καὶ τῷ Πυθέᾳ Σ: v. W. Schulze, Q. E., 416; Kl. Schr., 325) I. 5.19c in hendiadysἀνὰ δ' ἡμιόνοις ξεστᾷ τ ἀπήνᾳ P. 4.94
d and, in particularἘμμενίδαις Θήρωνί τ O. 3.39
αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν Πηλέα θ, ὥς τέ νιν ἁβρὰ Κρηθεὶς Ἱππολύτα δόλῳ πεδᾶσαι ἤθελε N. 5.26
[e dub. ἀρχαῖον ὀτρύνων λόγον, ὡς, ἐπεὶ μόλεν, ὥς τ' οὐ λαθὼν χρυσόθρονον Ἥραν κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα (τ del. Hermann, edd. plerique) N. 1.37] B τε τε combined, where the first τε is not connective.a joining words, phrases, sentencesδίφρον τε χρύσεον πτέροισίν τ' ἀκάμαντας ἵππους O. 1.87
εἴη σέ τε πατεῖν, ἐμέ τε ὁμιλεῖν O. 1.115
ἐγκωμίων τε μελέων λυρᾶν τε τυγχανέμεν O. 2.47
Τυνδαρίδαις τε χρύσεον ἁδεῖν καλλιπλοκάμῳ θ' Ἐλένᾳ O. 3.1
αἴτει σκιαρόν τε φύτευμα στέφανόν τ' ἀρετᾶν O. 3.18
ἀκαμαντόποδός τ' ἀπήνας δέκευ Ψαύμιός τε δῶρα O. 5.3
Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον τιμῶν τ' Ἀλφεὸν O. 5.18
ὄφρα κελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον ἵκωμαί τε O. 6.23
ἑορτάν τε τεθμόν τε O. 6.69
[O. 7.5, v. B. b. infra]πατρί τε κόρᾳ τ' ἐγχειβρόμῳ O. 7.43
Δία τε φοινικοστερόπαν σεμνόν τ' ἀκρωτήριον Ἄλιδος O. 9.6
σόν τε, Κασταλία, πάρα Ἀλφεοῦ τε ῥέεθρον O. 9.17
ἔκ τ' Ἄργεος ἔκ τε Θηβᾶν O. 9.68
ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν O. 10.43
ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς τ' αὐλὸς O. 10.93
ἰδέᾳ τε καλὸν ὥρᾳ τε κεκραμένον O. 10.103
Τερψίᾳ θ' Ἐριτίμῳ τ (θ om. codd. nonnulli.) O. 13.42μῆτίν τε γαρύων πόλεμόν τ O. 13.50
ταί θ' ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι Σικελία τ P. 1.18
“ ἁνία τ' ἀντ ἐρετμῶν δίφρους τε νωμάσοισιν” P. 4.18ξυνὸν ἁρμόζοισα θεῷ τε γάμον μιχθέντα κούρᾳ θ' Ὑψέος εὐρυβίᾳ P. 9.13
ἀκόντεσσίν τε χαλκέοις φασγάνῳ τε P. 9.20
Αἰγίνᾳ τε γάρ, φαμί, Νίσου τ' ἐν λόφῳ P. 9.90
πέφνεν τε ματέρα θῆκέ τ' Αἴγισθον ἐν φοναῖς P. 11.37
τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις, Πυθοῖ τε ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι (codd.: τ del. Pauw: Ὀλυμπίαθ Maas) P. 11.47—9.ἤτοι τό τε θεσπέσιον Φόρκοἰ ἀμαύρωσεν γένος λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε P. 12.13
—4.ἐγὼ δὲ κείνων τέ μιν ὀάροις λύρᾳ τε κοινάσομαι N. 3.11
οἴκοι τ' ἐκράτει Νίσου τ ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ N. 5.45
—6.πόλιός θ' ὑπὲρ φίλας ἀστῶν θ ὑπὲρ τῶνδ N. 8.13
ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις σφίσιν ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις I. 1.23
τοὶ μὲν ὦν λέγονται πρόξενοί τ' ἀμφικτιόνων κελαδεννᾶς τ ὀρφανοί ὕβριος I. 4.8
ἱπποτρόφοι τ' ἐγένοντο, χαλκέῳ τ Ἄρει ἅδον I. 4.14
—5.ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς I. 5.27
φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ νίκαν παγκρατίου, σθένει τ' ἔκπαγλος ἰδεῖν τεμορφάεις I. 7.22
σώφρονές τ' ἐγένοντο πινυτοί τε θυμόν I. 8.26
κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερὶ τριόδοντός τ I. 8.35
Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας I. 8.67
Οὐρανοῦ τ' εὐπέπλῳ θυγατρὶ Μναμοσύνᾳ κόραισί τ Πα. 7B. 15. θεοί· πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν οἰχνεῖτε πανδαίδαλόν τ εὐκλἔ ἀγοράν fr. 75. 3. ζωσαμένα τε πέπλον ὠκέως χερσίν τ' ἐν μαλακαῖσιν ὅρπακ ἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα Παρθ. 2. 6.b with irregular coordination ἔννεπε κρυφᾷ τις ὕδατος ὅτι τε πυρὶ ζέοισαν εἰς ἀκμὰν μαχαίρᾳ τάμον κατὰ μέλη, τραπέζαισί τ' διεδάσαντο (τε = σε, Christ, Wackernagel) O. 1.48 τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας ( παρέστασ' ἔν coni. Peek, Phil., 1958, 319) O. 6.42συμποσίου τε χάριν κᾶδός τε τιμάσαις O. 7.5
ἔχω καλά τε φράσαι, τόλμα τε ὀρνύει λέγειν O. 13.11
ἀμφί τε Λατοίδα σοφίᾳ βαθυκόλπων τε Μοισᾶν P. 1.12
τὶν δ' ἐπέοικεν Ἥρας πόσιν τε πειθέμεν κόραν τε γλαυκώπιδα N. 7.95
“ υἱὸν χεῖρας Ἄρεί τ' ἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ ἀκμὰν ποδῶν” ( Ἄρει χεῖρας ἐναλ. codd., transp. Hermann, τ add. Boeckh) I. 8.37ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ I. 8.57
ὁ δ' ἀντίον ἀνὰ κάρα τ ἄειρ[ε] ἔρριψεν ἑάν τ ἔφανεν φυὰν (ἄειρ[ε νέᾳ τε] e. g. Snell) Πα. 2. 1. ἵππων τ' ὠκυπόδων πολυγνώταις ἐπὶ νίκαις (deest τε alterum propter lacunam) Παρθ. 2.. ὃς Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς, ὁπόταν τε χειμῶνος σθένει φρίσσων Βορέας ἐπισπέρχησ' Παρθ. 2. 16—8.c in apposition.δεῖξέν τε Κοιρανίδᾳ πᾶσαν τελευτὰν πράγματος, ὥς τ' ὥς τ O. 13.75
—6.τῶν μὲν κλέος ἐσλὸν Εὐφάμου τ' ἐκράνθη σόν τε, Περικλύμεν P. 4.175
ἡρώων ἄωτοι περιναιεταόντων ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες, οἵ τε κρανααῖς ἐν Ἀθάναισιν ἅρμοζον στρατόν, οἵ τ ἀνὰ Σπάρταν Πελοπηιάδαι N. 8.11
—12. μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς, μηλοβότατ' ἀρότᾳ τ ὀρνιχολόχῳ τε καὶ ὃν πόντος τράφει I. 1.48
Τροίας ἶνας ἐκταμὼν δορί Μέμνονός τε βίαν ὑπέρθυμον Ἕκτορά τ' ἄλλους τ ἀριστέας I. 8.54
d in anaphora ὅσσα τ' ἔριξε λευκωλένῳ ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀντερείδων ὅσα τε Πολιάδι Πα. 6. 87—9, cf. O. 13.75—6.e in enumeration,τε τε τε νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις ἅρμασί τε γλαφυροῖς ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν N. 9.11
—2. C τε in combination with other particlesaτε δέ, ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν, ἅ τε Μαγνήτων ἐπιχώριος ἀμφὶ δὲ παρδαλέᾳ στέγετο P. 4.80
ὁ μέν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς P. 10.11
ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον. ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων ἄφαντον βρέμει P. 11.29
—30. ὁ δ' ἄφ[αρ π]λεκτόν τε χαλκὸν ὑπερη[..].ε τεῖρε δὲ fr. 169. 26—9.b τε δὲ τε, τί ἔρδων φίλος σοί τε, καρτερόβρεντα Κρονίδα, φίλος δὲ Μοίσαις, Εὐθυμίᾳ τε μέλων εἴην fr. 155. 1.c δὲ τε δέ, v. δέ, N. 5.51—4.dτε οὐδέ, Οὐλυμπίᾳ τε Θεόγνητον οὐ κατελέγχεις, οὐδὲ Κλειτομάχοιο νίκαν Ἰσθμοῖ θρασύγυιον P. 8.36
cf. οὔτε οὐδέ.eοὔτε τε οὐ, ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι, δένδρεά τ οὐκ ἐθέλει ἄνθος εὐῶδες φέρειν N. 11.40
[f dub., τε ἤ, Δί λτ;τεγτ; μισγομέναν ἢ Διὸς παρ' ἀδελφεοῖσιν (supp. Hermann: Διὶ μισγ. codd.: Ζηνὶ μισγ. Tricl.) I. 8.35]g τε ἠδέ, καὶ τότ' ἐγὼ σαρκῶν τ ἐνοπὰν λτ;γτ; ἠδ ὀστέων στεναγμὸν βαρύν” fr. 168. 5.aνέοις ἐν ἀέθλοις ἐν μάχαις τε πολέμου O. 2.44
ὑπὸ σπλάγχνων ὑπ' ὠδῖνός τ ἐρατᾶς ( ὑπ' ὠδίνεσσ ἐραταῖς coni. Wil., Snell) O. 6.43ἐν Μεγάροισίν τ O. 7.86
ἐν πόντῳ ἐν χέρσῳ τε O. 12.4
ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ O. 14.18
ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ P. 4.294
ἐν δίκᾳ τε N. 5.14
παρὰ Κασταλίαν τε N. 6.37
ἐν σοφοῖςἀνδρῶν ἐν δικαίοις τε N. 8.41
ὑπὲρ πολλῶν τε N. 9.54
ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς I. 5.27
ἐπὶ θρῆνόν τε πολύφαμον ἔχεαν I. 8.58
]ἐν δαιτί τε Πα. 13. a. 21.b after art.τὸν Μινύα τε μυχόν I. 1.56
τίμαθεν γὰρ τὰ πάλαι τὰ νῦν τ' Παρθ. 2. 43.c after voc. Αἶαν, τεόν τ' ἐν δαιτί, Ἰλιάδα (Hermann: Αἰάντειόν τ codd.: Αἰάντεόν τ Boeckh) O. 9.112d v. also A. 1. a, b sub. fin.; A. 4; B. b.; μέν τε. E fragg.θεᾶς θ' Pae. 3.15
ἀγ]λαάν τ ἐς αὐλὰν Pae. 7.3
φωνᾷ τά τ ἐόντα τε κα[ὶ Pae. 8.83
ἥρωί τε βω[ Πα. 13. a. 1. ]ιόν τε σκόπελον Δ. 3. 1. ]ς τε χάρμας Δ. 3. 13. ]εες τ' ἀοιδαί Δ. 3. 1. ]αν λέχεα τ ἀνα[γ]καῖα δολ[ Δ.. 1. ]γένος τε δαιμο[ Δ... ]σι τε ῥοδ[ Δ. 4. c. 2. χάριτάς τ fr. 128. 1. ]ισσαι τε φιλοφροσύναι Θρ.. 1. ]ν ὀρθαι τε Θρ.. 1. ἐπερχόμενόν τε *fr. 140c. 1* λιπαρᾶν τε fr. 196. κακόφρονά τ fr. 211. ξεινοδόκησέν τε fr. 311. Φερσεφόνᾳ ματρί τε ?fr. 346c. 1. -
13 προστίθημι
Aποιθέμεν IG42(1).121.17
(Epid.); ποτθέμειν prob. in Epich.170.8: late [tense] pres. [full] προστιθῶ Ps.- Luc.Philopatr.18,27; imper.προστίθει A.Pr.83
: [tense] fut. προσθήσω: [tense] aor. προσέθηκα, pl. - έθεμεν, subj.προσθῶ Th.4.86
, [dialect] Ion.προσθέω Hdt.1.108
:— [voice] Med., [tense] fut.προσθήσομαι LXX Ex.14.13
: [tense] aor. 1προσεθηκάμην Hdt.4.65
: more freq. [tense] aor. 2 προσεθέμην, subj. προσθῶμαι (not πρόσθωμαι), [ per.] 3sg. opt.προσθεῖτο D.6.12
, butπρόσθοιτο Id.11.6
; [dialect] Dor. part.ποτθέμενος, Πρακτικά 1931.89
([place name] Dodona): [tense] pf. :—[voice] Pass., [tense] aor. 1προσετέθην Th.3.82
: [tense] fut. , al. (- τεθήσεσθαι is f.l. ib.Ex.5.7): but the [tense] pf. [voice] Pass. is chiefly supplied by πρόσκειμαι:— put to,χερσὶν ἀπώσασθαι λίθον ὃν προσέθηκεν Od.9.305
; π. τὰς θύρας, τὴν θύραν, put to, close the door, Hdt.3.78, Lys.1.13;τὰς πύλας Th.4.67
; κλίμακας [τοῖς πύργοις] Id.3.23; κόμῃ προσθεῖσα βόστρυχον holding it close to.., A.Ch. 229;χέρα ἐλάτῃ E.Ba. 1110
;γόνασιν ὠλένας Id.Andr. 895
, cf. S.Ph. 942; ; π. μύωπας apply the spur, Plb.11.18.4;π. χεῖρ' ἐπὶ πρόσωπα E.Ph. 1699
; apply a pessary, Hp. Nat.Mul.32, Sor.1.62, al.; [ κύαθον] Arist.Pr. 890b24:—[voice] Pass., of pessaries, Dsc.1.76, al., Sor.1.35, al.2 hand over, deliver to,θεῶν γέρα.. ἐφημέροισι προστίθει A.Pr.83
, cf. h.Merc. 129; τινὶ γυναῖκα π. give her to him as wife, Hdt.6.126; but π. γυναικὶ τάλαντον, as a dower, Hyp.Lyc.13; ;Ἅιδῃ ἐμὸν δέμας Id.Hec. 368
, cf. IA 540;π. τινὰ πυρί Id.Supp. 948
;σφαγέντα παῖδα π. πόλει Id.Ph. 964
;τισὶ π. πόλιν Th.4.86
;τὴν διοίκησιν τῶν κοινῶν ἑαυτῷ D.C.52.14
; alsoνᾶσον εὐκλέϊ π. λόγῳ Pi.N.3.68
.3 give besides or also, ;προῖκα D.19.195
;χρήματα Id.18.239
, etc.;πίστιν ὑμῖν Id.54.42
;τὰ ἴδια τοῖς ἀλλοτρίοις Men.557
: abs., spend money,οὐ μόνον ἄνευ μισθοῦ, ἀλλὰ καὶ προστιθεὶς ἂν ἡδέως Pl.Euthphr.3d
, cf. Arist.EN 1130a25, Iamb.Protr.9.II impose upon,πρῆγμα τὸ ἄν τοι προσθέω Hdt.1.108
, cf. 3.62: c. inf.,π. τινὶ πρήσσειν Id.5.30
; π. μέτρον impose measure or bounds, A.Ch. 796 (lyr.); π. τινὶ ἀτιμίην impose, inflict disgrace upon him, Hdt.7.11; π. <φθόρον> A.Ch. 482;ἐπ' ἐμαυτῷ ἀράς S.OT 820
; ;αύτὸς αὑτῷ τὴν βλάβην Id.Fr. 350
; λύπην, πόνους, E.Supp. 946, Heracl. 505;ἀναλώματα IG14.830.12
(Puteoli, ii A.D., [voice] Pass.); π. τινὶ ἔκπληξιν ἀφασίαν τε strike him dumb with fear, E.Hel. 549;ἐνθύμιον τοῖς ζῶσι Antipho 3.1.2
;τισὶ ζημίας Th.3.39
; π. φιλανθρωπίαν εἰς τὰ τῆς πόλεως πράγματα employ it on.., D.19.140.2 attribute or impute to, , cf. Th.3.39 ([voice] Pass.); π. θράσος μοι impute boldness to me, E.Heracl. 475;θεοῖσι π. ἀμαθίαν Id.Hipp. 951
;ἀπληστίαν λέχους γυναιξί Id.Andr. 219
; .III add,τάδε τούτοισι Hdt.1.20
, al.;πρὸς [τῇ γνώμῃ] ἔργα Id.4.139
; ἄλλον πρὸς ὦν ἔθηκαν χρυσόν ib. 196;χάριτι χάριν E.HF 327
;νοσοῦντι νόσον Id.Alc. 1048
;π. τῷ νόμῳ τὸν λόγον τόνδε Th.2.35
, cf. Hdt.2.136 ([voice] Pass.), Pl.R. 468b; προσθεῖναι τῷ δικαίῳ ἢ ὡς ἐλέγομεν (for πλέον ἤ ..) ib. 335a; ἄγγελλε δ' ὅρκον π. S.El.47 (Reiske for ὅρκῳ codd., cf. ;ὀμόσας.. προσθείς τε χεῖρα δεξιάν Ph. 942
);τὴν στήλην ὕστερον προσέθηκε IG12.374.174
;τοῖς εὖ ἔχουσιν ἔργοις οὔτ' ἀφελεῖν ἔστιν οὔτε προσθεῖναι Arist.EN 1106b11
; ; π. γράμματα ib. 418a, cf. 431c; alsoπ. ἐπὶ τοῖσδε χάριν S.Tr. 1253
;ἵππον πρὸς τοὔνομα Ar.Nu.63
;πρὸς τὸν μισθὸν ἑκάστῳ ὀβολόν X.HG1.5.6
, cf. Pl.Phlb. 33c: abs., make additions, Th.3.45;πρὸς τὰ ὑπάρχοντα -τιθέντες πλουσιώτεροι γίνονται Arist.Rh. 1359b28
; make additions to a story, improve it, Id.Po. 1460a18; also of actors, ib. 1461b30: esp. of adding articles to statements or documents,προσθεῖναι οὐδὲν εἶχον τοῖς εἰρημένοις οὐδ' ἀφελεῖν Isoc.12.264
, cf.POxy.1062.4 (ii A.D.), etc.; π. καὶ ἀφελεῖν τι περὶ τῆς ξυμμαχίας Foed. ap. Th.5.23, cf. 29; π. τὶ πρὸς τοῖς ξυγκειμένοις Foed.ib.47; πρὸς τὰς συνθήκας Foed. ap. Plb.21.43.27;π. ὅτι.. D.18.231
; of entries in accounts,προσετέθη τὰ τέλη τῷ κυριακῷ λόγῳ PAmh.77.15
(ii A.D.), cf. BGU620.15 (iv A.D.), etc.; π. τινὶ [ἀργύριον] pay, PMich.Zen.28.24 (iii B.C.), cf. PCair.Zen.647.56 (iii B.C.), PRyl.153.27 (ii A.D.); πρόσθες εἰς ὄνομα Ἐπωνύχου credit to account of E., Ostr. 1159 (ii/iii A.D.); pay in, deposit gold in a bank or mint, PCair.Zen.23.32 (iii B.C.).2 c. acc. pers., τίνα τῇδε προστιθῶ στάσει; A.Ch. 114; Ἀθηναίοις π. σφᾶς αὐτούς join their party, Th.3.92; π. ἑαυτόν τινι ἐς πίστιν, ἐπὶ ἰδίοις κέρδεσι, Id.8.46,50.3 Math., add,πὸτ ἀριθμόν.. φᾶφον Epich.170.8
(prob.); [χωρίον] ἕτερον αὐτῷ τουτὶ ἴσον Pl.Men. 84d
; πρὸς πεπερασμένον ἀεὶ π. Arist.Ph. 266b2:—[voice] Pass.,εἴ κα.. ποτὶ τὸ ἕτερον τῶν βαρέων ποτιτεθῇ,.. ῥέπειν ἐπὶ τὸ βάρος ἐκεῖνο ᾧ ποτετέθη Archim.Aequil.1
Def.2, cf. Euc. 1Ax.2, etc.;κοινοῦ -τεθέντος Papp.742.15
.4 in Logic, add some determining word, opp. ἀφαιρεῖν, Arist.APo. 91b27, cf.EN 1147b33.5 in LXX and NT, continue or repeat an action, c. inf.,προσέθηκεν ἔτι λαλῆσαι LXX Ge.18.29
; οὐ προσθήσω ἔτι πατάξαι ib.8.21; οὐ μὴ προσθῶ πεῖν I will not drink again, Ev.Marc.14.25 (v.l.); also προσθεὶς Ἰὼβ εἶπεν Job continued and said, LXXJb.27.1;προσθεὶς εἶπε παραβολήν Ev.Luc.19.11
; προσθεῖσα ἔτεκεν υἱόν she bore another son, LXX Ge.38.5:—also in [voice] Med., v. infr. B.111.B [voice] Med., side with one,οἷς ἂν σὺ προσθῇ S.OC 1332
, cf. Th.3.11, 8.48, 87, D.6.12, 11.6, 52.25; τῷ ἀστῷ π. to be favourable, wellinclined to him, Hdt.2.160, cf. D.43.34; τῇ ἡδονῇ side with pleasure, Arist.MM 1201a2: abs., come in, submit, Epist.Phil. ap. D.18.39.2 assent, agree,οὔ οἱ ἔγωγε π. τῇ γνώμῃ Hdt.1.109
, cf. 3.83, Th.6.50, X. An.1.6.10;τῷ λόγῳ τῷ λεχθέντι Hdt.2.120
;τῷ Καρχηδονίων νόμῳ Pl. Lg. 674a
: later c. inf., consent, bring onself to, J.AJ19.1.8.3 φῆφον δ' Ὀρέστῃ τήνδ' ἐγὼ προσθήσομαι will deposit this vote in favour of Orestes, i.e. will vote in his favour, A.Eu. 735; ; so μὴ μιᾷ φήφῳ π. (sc. τὴν γνώμην), ἀλλὰ δυοῖν Th.1.20
; φῆφον π. ἐναντίαν τινί ib.40;φῆφον π. ὥστε ἀποκτεῖναι OGI218.102
(Ilium, iii B.C.).4 Math., add, Sammelb. 6951 ii 30, al. (ii A.D.).II c. acc. pers., associate with oneself, i.e. take to one as a friend, ally, or helper, win over,π. τὸν δῆμον πρὸς τὴν ἑωυτοῦ μοῖραν Hdt.5.69
, cf. Th.6.18;εἰ στρατὸν προσθέοιτο φίλον Hdt. 1.53
, cf. 69, S.OC 404; ταύτην προσθοῦ δάμαρτα take her to wife, Id.Tr. 1224: also in bad sense,πολέμιον π. τινά X.Cyr.2.4.12
.2 c. acc. rei, apply to oneself,βάλανον Hp.Epid.1.26
.a', cf. 4.30 (abs., ib.1.26.δ'); ὀξύβαφον προσθοῦ λαβών Ar.Av. 361
; : metaph., put on,τῇ ὄφει ἀχθηδόνας Th.2.37
; add to oneself, gain, τί ἂν προσθείμην πλέον; what should I be profited? S.Ant.40; π. χάριν, = ἐπιχαρίζεσθαι, Id.OC 767; esp. of evils, bring or take upon onself,πρὸς κακοῖσι κακόν A.Pers. 531
; ; ;ἄχθος ἐπ' ἄχθει π. διπλοῦν Id.Andr. 396
; οἰκεῖον πόνον, κινδύνους αὐθαιρέτους, Th.1.78, 144; ἔχθρας ἑκουσίους πρὸς ταῖς ἀναγκαίαις π. Pl.Prt. 346b.b bring upon others, οἱ.. πόλεμον προσεθήκαντο made war upon him, Hdt.4.65; οὐκ ἄν σφι Σπαρτιήτας μῆνιν οὐδεμίαν προσθέσθαι vented any wrath upon.., Id.7.229.III in LXX and NT, continue or repeat an action (cf. supr. A.111.5),οὐ προσθήσεσθε ἔτι ἰδεῖν αὐτούς LXX Ex.14.13
; προσέθετο πέμφαι ἕτερον Ev. Luc.20.11; προσέθετο συλλαβεῖν καὶ Πέτρον he caused Peter also to be arrested, Act.Ap.12.3; alsoΦαραὼ προσέθετο τοῦ ἁμαρτάνειν LXX Ex.9.34
; οὐ προσέθετο τοῦ ἐπιστρέψαι ib.Ge.8.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προστίθημι
-
14 φύω
φύω, Il.6.148, etc.; [dialect] Aeol. [full] φυίω fort. leg. in Alc.97: [tense] impf. ἔφυον, [dialect] Ep.[ per.] 3sg.Aφύεν Il.14.347
: [tense] fut. φύσω [ῡ] 1.235, S.OT 438: [tense] aor.ἔφῡσα Od.10.393
, etc.:—[voice] Pass. and [voice] Med., 9.109, Pi.O.4.28, etc.: [tense] fut. , Hp.Mochl.42, Pl.Lg. 831a, etc.: similar in sense are the intr. tenses, [tense] pf.πέφῡκα Od.7.114
, etc., [dialect] Ep.[ per.] 3pl.πεφύᾱσι Il.4.484
, Od.7.128; [ per.] 3sg. subj. πεφύῃ ([etym.] ἐμ-) Thgn.396; [dialect] Ep. part. fem. πεφυυῖα ([etym.] ἐμ-) Il.1.513, acc. pl.πεφυῶτας Od.5.477
; [dialect] Dor. inf.πεφύκειν Epich.173.3
: [tense] plpf.ἐπεφύκειν X.Cyr.5.1.9
, Pl.Ti. 69e; [dialect] Ep.πεφύκειν Il.4.109
; [dialect] Ep. [ per.] 3pl. , Op. 149: [tense] aor. 2 ἔφῡν (as if from φῦμι) Od.10.397, etc.: [dialect] Ep. [ per.] 3sg.φῦ Il.6.253
, etc., [ per.] 3pl. ἔφυν (for ἔφῡσαν, which is also [ per.] 3pl. of [tense] aor. 1) Od.5.481, etc.; subj. φύω orφυῶ E.Fr.377.2
, Pl.R. 415c, 597c, Hp.Carn.12; [ per.] 3sg. opt.φύη Theoc.15.94
, ([etym.] συμ-) Sor.2.89; inf. φῦναι, [dialect] Ep.φύμεναι Theoc. 25.39
,φῦν Parm.8.10
; part.φύς Od.18.410
, etc., [dialect] Boeot. fem.φοῦσα Corinn.21
: ἔφυσεν, = ἔφυ, dub. in IG14.2126.5 ([place name] Rome); conversely ἔφυ, = ἔφυσεν, ib.3.1350, Sammelb. 5883 ([place name] Cyrene): later, [tense] fut. , [voice] Pass.φυήσομαι Gp.2.37.1
, Them.Or.21.248c (in Luc. JTr.19 ἀναφύσεσθαι is restored): [tense] aor. 2 [voice] Pass.ἐφύην J.AJ18.1.1
, prob. in BSA28.124 ([place name] Didyma), ([etym.] ἀν-) Thphr.HP4.16.2; inf.φυῆναι Dsc.2.6
, ([etym.] ἀνα-) D.S.1.7; part.φῠείς Hp.Nat.Puer.22
, Trag.Adesp. 529, PTeb.787.30 (ii B. C.), Ev.Luc.8.6: [tense] aor. 1 [voice] Pass.συμ-φυθείς Gal. 7.725
. [Generally [pron. full] ῠ before a vowel, [dialect] Ep., Trag. (A.Th. 535, S.Fr. 910.2), etc., [pron. full] ῡ before a consonant; butφῡει Trag.Adesp.454.2
,φῡεται S.Fr.88.4
, Trag.Adesp. 543 ( = Men.565); ; ἐφῡετο prob. in Ar.Fr. 680, cf. Nic.Al.14, D.P.941, 1013; even in thesi,προσφῡονται Nic.Al. 506
,φῡουσιν D.P.1031
; also in compds.]A trans., in [tense] pres., [tense] fut., and [tense] aor. 1 [voice] Act.:—bring forth, produce, put forth,φύλλα.. ὕλη τηλεθόωσα φύει Il.6.148
; , cf. 1.235, Od.7.119, etc.;ἄμπελον φύει βροτοῖς E.Ba. 651
; so τρίχες.., ἃς πρὶν ἔφυσεν φάρμακον made the hair grow, Od.10.393, cf. A.Th. 535;φ. χεῖρε, πόδε, ὀφθαλμὰ ἀνθρώποις X.Mem.2.3.19
; of a country, ;ὅσα γῆ φύει Pl.R. 621a
, cf. Anaxag.4.2 beget, engender, E.Ph. 869, etc.;Ἄτλας.. θεῶν μιᾶς ἔφυσε Μαῖαν E. Ion3
, cf. Trag.Adesp.454.2; so of God creating man, Antipho 4.1.2, cf. Plu.2.1065c; ὁ φύσας the begetter, father (opp. ὁ φύς the son, v. infr. B.1.2), S.OT 1019, Ar.V. 1472 (lyr.);ὁ φ. πατήρ E.Hel.87
;ὁ φ. χἠ τεκοῦσα Id.Alc. 290
;τὴν τεκοῦσαν ἢ τὸν φύσαντα Lys.10.8
; of both parents,γονεῦσι οἵ σ' ἔφυσαν S.OT 436
;οἱ φύσαντες E.Ph.34
, cf. Fr. 403.2;φ. τε καὶ γεννᾶν Pl.Plt. 274a
;ὦ γάμοι γάμοι, ἐφύσαθ' ἡμᾶς S.OT 1404
; ἥδ' ἡμέρα φύσει σε will bring to light thy birth, ib. 438; .3 of individuals in reference to the growth of parts of themselves, φ. πώγωνα, γλῶσσαν, κέρεα, grow or get a beard, etc., Hdt.8.104, 2.68, 4.29;φ. πτερά Ar. Av. 106
, Pl.Phdr. 251c; ; φ. τρίχας, πόδας καὶ πτερά, etc., Arist.HA 518a33, 554a29, etc.: for the joke in φύειν φράτερας, v. φράτηρ.4 metaph., φρένας φῦσαι get understanding, S.OC 804, El. 1463 (but alsoθεοὶ φύουσιν ἀνθρώποις φρένας Id.Ant. 683
): prov., ἁλιεὺς πληγεὶς νοῦν φύσει 'once bit, twice shy', Sch.Pl.Smp. 222b; ; δόξαν φῦσαι get glory or to form a high opinion of oneself, Hdt.5.91;θεὸς.. αἰτίαν φύει βροτοῖς A.Niob.
in PSI11.1208.15;αὑτῷ πόνους φῦσαι S. Ant. 647
.II in [tense] pres. seemingly intr., put forth shoots,εἰς ἔτος ἄλλο φύοντι Mosch.3.101
;δρύες.. φύοντι Theoc.7.75
, cf. 4.24: so ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δ' ἀπολήγει one generation is putting forth scions, the other is ceasing to do so, Il.6.149; ἐν στήθεσι φύει (fort. φυίει) grows up, appears, Alc.97;ῥίζα ἄνω φύουσα ἐν χολῇ LXXDe. 29.18
.B [voice] Pass., with intr. tenses of [voice] Act., [tense] aor. 2, [tense] pf. and [tense] plpf., grow, wax, spring up or forth, esp. of the vegetable world,θάμνος ἔφυ ἐλαίης Od.23.190
, cf. 5.481; ;τά γ' ἄσπαρτα φύονται 9.109
, cf. Il.4.483, 14.288, 21.352;φύεται αὐτόματα ῥόδα Hdt.8.138
, cf. 1.193; growing there,Id.
2.56; πεφυκότα δένδρα trees growing there, X.Cyr.4.3.5;τὰ φυόμενα καὶ τὰ γιγνόμενα Pl.Cra. 410d
, cf. Phd. 110d, Plt. 272a; τοῦ κέρα ἐκ κεφαλῆς ἑκκαιδεκάδωρα πεφύκει from his head grew horns sixteen palms long, Il.4.109, cf. Hdt.1.108, 3.133;φύονται πολιαί Pi.O.4.28
; κεφαλαὶ πεφυκυῖαι θριξί grown with hair, D.S.2.50 (s. v.l.); is produced,X.
Vect.1.4: metaph., νόσημα ἐν ὀλιγαρχίᾳ φυόμενον, φυομένη πόλις, Pl.R. 564b, Lg. 757d; ὁ σπέρμα παρασχών, οὗτος τῶν φύντων αἴτιος [κακῶν] of the things produced, D.18.159; also κατὰ πάντων ἐφύετο waxed great by or upon their depression, ib. 19. —In this sense [tense] aor. 2 is rare (v. supr.), exc. in phrases such as ἔν τ' ἄρα οἱ φῦ χειρί (v. ἐμφύω), Od.2.302.2 of persons, to be begotten or born, most freq. in [tense] aor. 2 and [tense] pf.,ὁ λωφήσων οὐ πέφυκέ πω A.Pr. 27
;τίς ἂν εὔξαιτο βροτὸς ὢν ἀσινεῖ δαίμονι φῦναι; Id.Ag. 1342
(anap.); μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον not to be born is best, S.OC 1224 (lyr.); γονῇ πεφυκὼς.. γεραιτέρᾳ ib. 1294; ; φύς τε καὶ τραφείς ib. 396c;μήπω φῦναι μηδὲ γενέσθαι X.Cyr.5.1.7
, cf. Pl.Smp. 197a: construed with gen., πεφμκέναι or φῦναί τινος to be born or descended from any one, , cf. S.OC 1379, etc.;θνατᾶς ἀπὸ ματρὸς ἔφυ Pi.Fr.61
, cf. S.OT 1359 (lyr.), Ant. 562;ἀπ' εὐγενοῦς ῥίζης E.IT 610
; , etc.;φ. ἔκ τινος S.OT 458
, E.Heracl. 325, Pl.R. 415c, etc.;ἐκ χώρας τινός Isoc.4.24
, etc.; οἱ μετ' ἐκείνου φύντες, opp. οἱ ἐξ ἐκείνου γεγονότες, Is.8.30;ἐκ θεῶν γεγονότι.. διὰ βασιλέων πεφυκότι X.Cyr.7.2.24
.II in [tense] pres., become, οὐδεὶς ἐχθρὸς οὔτε φύεται πρὸς χρήμαθ' οἵ τε φύντες .. S.Fr. 88.4;πιστοὺς φύσει φύεσθαι X.Cyr.8.7.13
; the [tense] pf. and [tense] aor. 2 take a [tense] pres. sense, to be so and so by nature, κακός, σοφός πέφυκα ([etym.] - κώς), etc., S.Ph. 558, 1244, etc.;δρᾶν ἔφυν ἀμήχανος Id.Ant.79
; φύντ' ἀρετᾷ born for virtue, i.e. brave and good by nature, Pi.O.10(11).20; so of things, (anap.), cf. Pl.Grg. 479d, etc.;εὐχροώτεροι ὁρῷντο ἢ πεφύκασιν X.Cyr.8.1.41
, cf. Oec.10.2; [τὸ πῦρ] πέφυκε τοιοῦτον Id.Cyr.5.1.10
;τἄλλα ἕκαστος ἡμῶν, ὅπως ἔτυχε, πέφυκεν D.37.56
: with Advs., ἱκανῶς πεφυκότες of good natural ability, Antipho 2.1.1;δυσκόλως πεφ. Isoc.9.6
;οὕτως πεφ. X.HG7.1.7
; alsoοἱ καλῶς πεφυκότες S.El. 989
, cf. Lys.2.20;οἱ βέλτιστα φύντες Pl.R. 431c
: then, simply, to be so and so,φῦναι Ζηνὶ πιστὸν ἄγγελον A.Pr. 969
;θεοῦ μήτηρ ἔφυς Id.Pers. 157
(troch.);γυναῖκε.. ἔφυμεν S.Ant.62
; Ἅιδης ὁ παύσων ἔφυ ib. 575; : c. part.,νικᾶν.. χρῄζων ἔφυν S.Ph. 1052
;πρέπων ἔφυς.. φωνεῖν Id.OT9
, cf. 587;τοῦτο ἴδιον ἔφυμεν ἔχοντες Isoc.4.48
, cf. 11.41, X.Smp.4.54.2 c. inf., to be formed or disposed by nature to do so and so,τὰ δεύτερα πέφυκε κρατεῖν Pi.Fr. 279
; ; , cf. Ant. 688;φύσει μὴ πεφυκότα τοιαῦτα φωνεῖν Id.Ph.79
;πεφύκασι δ' ἅπαντες.. ἁμαρτάνειν Th.3.45
, cf. 2.64, 3.39, 4.61, etc.;πέφυκε.. τρυφὴ.. ἦθος διαφθείρειν Jul.Or.1.15c
.3 with Preps., γυνὴ.. ἐπὶ δακρύοις ἔφυ is by nature prone to tears, E.Med. 928; ἔρως γὰρ ἀργόν, κἀπὶ τοῖς ἀργοῖς ἔφυ is inclined to idleness, Id.Fr. 322; also ;εἴς τι Aeschin.3.132
; most freq.πρός τι, οἱ ἄνθρωποι πρὸς τὸ ἀληθὲς πεφύκασι Arist.Rh. 1355a16
;εὖ πρὸς ἀρετὴν πεφυκότες X. Mem.4.1.2
;πρὸς πόλεμον μᾶλλον.. ἢ πρὸς εἰρήνην Pl.R. 547e
;κάλλιστα φ. πρός τι X.HG7.1.3
, etc.; alsoπρός τινι Id.Ath.2.19
(s. v.l., cf. Plb.9.29.10); alsoεὖ πεφ. κατά τι D.37.55
.4 c. dat., fall to one by nature, be one's natural lot,πᾶσι θνατοῖς ἔφυ μόρος S.El. 860
(lyr.); ;ἐφύετο κοινὸς πᾶσι κίνδυνος D.60.18
, cf. X.Cyr.4.3.19.6 abs., ὡς πέφυκε as is natural, X.Cyn.6.15, al.; ; also expressed personally,τοῖς ἁπλῶς, ὡς πεφυκασι, βαδίζουσι D.45.68
: also freq. in part., τὰ φύσει πεφυκότα the order of nature, Lys.2.29; φύντα, opp. ὁμολογηθέντα, Antipho Soph. 44A i 32 (Vorsokr.5); ἄνθρωπος πεφυκώς man as he is, X.Cyr.1.1.3. (Cf. Skt. bhū- 'to be, become', Lith. búti 'to be', Lat. fui, Eng. be, etc.) -
15 ἀναλίσκω
ἀνᾱλίσκω E.IT 337, Ar.Th. 1131, Th.7.48:—also [full] ἀνᾱλόω Hp.VM 10, A.Th. 813, E.Med. 325, Ar.Pl. 248, Arar.10, Th.2.24, al., Democr. 280, X.Hier.11.1: [tense] impf.A , X.Cyr.1.2.16,ἀνάλισκον App.BC3.58
,ἀνάλουν Ar.Fr.220.2
, Th.8.45: [tense] fut. , Pl.R. 568d: [tense] aor. , Lys.19.18, etc., ἀνάλωσα [ᾱ] E.El. 681 (s. v. l.) and later: [tense] pf.ἀνήλωκα Lys.26.3
, etc., and ἀνάλωκα [ᾱ] Th.2.64 codd. and later:—[voice] Pass., [tense] fut.ἀνᾱλωθήσομαι E. Hipp. 506
, D.22.19, wronglyἀνηλωθήσομαι PRev.Laws51.17
(iii B.C.),ἀνᾱλώσομαι Gal.15.129
: [tense] aor. ἀνηλώθην and ἀνᾱλώθην: [tense] pf. ἀνήλωμαι and ἀνάλωμαι:—in Attic Inscrr. both forms are found in cent. v, ἀναλίσκω only from cent. iv onwards. The augmented forms are sts. wrongly used, (i A. D.),ἀνηλώσῃ PStrassb.92.17
(iii B. C.); cf. ἀνήλωμα: ἀνάλωσα is found at Amorgos, IG12(7).22.16, and at Delos, ib.11(2).161A114:—use up, spend, Ar.Pl. 381: abs., ib. 248;τὰ ἀναλωθέντα ἀποδοῦναι Th.1.117
; ἀ. εἴς τι spend upon a thing, Id.7.83, Ar.Fr. 220, Pl.Phd. 78a, R. 561a, al.;πρός τι D.3.19
;ὑπὲρ φιλοτιμίας Id.18.66
: c. dat., Ἰσοκράτει ἀργύριον ἀ. spend money in paying him, Id.35.40:—[voice] Pass., the monies expendedId.
18.113;τοῦτο γὰρ μόνον οὐκ ἔστι τἀνάλωμ' ἀναλωθὲν λαβεῖν E.Supp. 776
.2 metaph., ἀνήλωσας λόγον hast wasted words, S.Aj. 1049, cf. E.Med. 325; ;σώματα καὶ πόνους πολέμῳ Th.2.64
;τὴν τῶν προγόνων δόξαν Pl.Mx. 247b
; ἀ. ὕπνον waste time in sleep, Pi.P.9.27; λόγῳ ἀ. τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας diem eximere dicendo, Plu.Aem.30.3 consume,σιτία Hp.VM10
;κρέα Paus.10.4.10
; of animals, in [voice] Pass., to be eaten, Pl.Prt. 321b:— [voice] Pass., to be expended, εἰς τὴν πιμελήν in forming fat, Arist.GA 727b1, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναλίσκω
-
16 ὑπολογίζομαι
A take into account, take account of, ὑ. εἰς τὴν μίσθωσιν put the payment to the account of.., ib.2492.26:—[voice] Pass. in pass. sense,- ισθεισὼν τῶν γεγενημένων προσόδων SIG364.92
(Ephesus, iii B. C.); [suff] ὑπολογ-ισθήσεταιἡ τιμὴ εἰς τὰς γινομένας ἀναφοράς PRev.Laws 34.9
(iii B. C.).2 τὴν τιμὴν ἐκ τῶν ὀψωνίων ὑ. deduct the price from.., Plb.6.39.15: so in [voice] Act., Ptol.Geog.1.14.6, and [voice] Pass., ib.1.13.3.3 metaph., take into account,κίνδυνον ὑ. τοῦ ζῆν ἢ τεθνάναι Pl.Ap. 28b
;τοὺς παρεληλυθότας πόνους Id.Phdr. 231b
;τὸ ἀλγεινόν Id.Grg. 480c
, cf. D.18.99,197; οὐδὲν ὑπελογίζοντο τὰς νίκας (sc. τοῦ Κίμωνος) And.4.33, cf. Din.1.5;μηδὲν ὑ. τὸ ξενικὸν [τῶν νόμων], ἂν βελτίους φαίνωνται Pl.Lg. 702c
;ὑ... εἰ ἀποθνῄσκειν δεῖ πρὸ τοῦ ἀδικεῖν Id.Cri. 48d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπολογίζομαι
-
17 πολύς
πολύς, πολλή, πολύ, gen. πολλοῦ, ῆς, οῦ (Hom.+; ins, pap, LXX, pseudepigr., Philo, Joseph., apolog.) ‘much’.—Comparative πλείων, πλεῖον (18 times in the NT, 4 times in the Apost. Fathers [including Hv 3, 6, 4; Hs 8, 1, 16] and Ath. 12, 3) or πλέον (Lk 3:13 and Ac 15:28 μηδὲν πλέον; otherwise, πλέον in the NT only J 21:15; 14 times in the Apost. Fathers [incl. μηδὲν πλέον Hs 1, 1, 6]; Ar. twice; Just. 6 times; Tat. once; Ath. 7 times), ονος; pl. πλείονες, and acc. πλείονας contracted πλείους, neut. πλείονα and πλείω (the latter Mt 26:53 [πλεῖον, πλείου vv.ll.]; B-D-F §30, 2; Mlt-H. 82; Thackeray p. 81f; Mayser p. 68f) ‘more’ (Hom.+; ins, pap, LXX; TestAbr B 7 p. 111, 27=Stone p. 70 [πλείον]; TestJob 35:2; TestGad 7:2 [πλεῖον]; AscIs 3:8; [πλέον]; EpArist; apolog. exc. Mel.).—Superlative πλεῖστος, η, ον ‘most’ (Hom.+).① pert. to being a large number, many, a great number ofⓐ positive πολύς, πολλή, πολύα. adj., preceding or following a noun (or ptc. or adj. used as a noun) in the pl. many, numerous δυνάμεις πολλαί many mighty deeds Mt 7:22b. δαιμονιζόμενοι πολλοί 8:16. Cp. vs. 30; 9:10; 13:17; 24:11; 27:52, 55; Mk 2:15a; 6:13; 12:41; Lk 4:25, 27; 7:21b; 10:24; J 10:32; 14:2; Ac 1:3; 2:43; 8:7b; 14:22; Ro 4:17f (Gen 17:5); 8:29; 12:4; 1 Cor 8:5ab; 11:30; 12:12a, 20; 1 Ti 6:12; 2 Ti 2:2; Hb 2:10; 1J 4:1; 2J 7; Rv 5:11; 9:9; 10:11; 1 Cl 55:3ab. ἔτη πολλά many years: Lk 12:19b (εἰς ἔτη π.); Ac 24:10 (ἐκ π. ἐτῶν); Ro 15:23 (ἀπὸ π. [v.l. ἱκανῶν] ἐτῶν).—αἱ ἁμαρτίαι αἱ πολλαί Lk 7:47a. αἱ εὐεργεσίαι αἱ π. 1 Cl 21:1.—πολλὰ καὶ βαρέα αἰτιώματα many serious charges Ac 25:7 (cp. Ps.-Pla., Sisyph. 1, 387a πολλά τε καὶ καλὰ πράγματα; B-D-F §442, 11; Rob. 655). πολλὰ καὶ ἄλλα σημεῖα J 20:30 (on the form X., Hell. 5, 4, 1 πολλὰ μὲν οὖν … καὶ ἄλλα λέγειν καὶ Ἑλληνικὰ καὶ βαρβαρικά; Dionys. Hal. 2, 67, 5; Ps.-Demetr. 142 πολλὰς κ. ἄλλας χάριτας; Jos., Ant. 3, 318; Tat. 38, 1. On the subject-matter Bultmann 540, 3; also Porphyr., Vi. Pyth. 28 after a miracle-story: μυρία δʼ ἕτερα θαυμαστότερα κ. θειότερα περὶ τἀνδρὸς … εἴρηται κτλ.).—ἄλλοι πολλοί many others IRo 10:1. ἄλλαι πολλαί Mk 15:41. ἄλλα πολλά (Jos., Bell. 6, 169, Ant. 9, 242; Just., D. 8, 1) J 21:25. ἕτεροι πολλοί Ac 15:35. ἕτερα πολλά (Jos., Vi. 39) Lk 22:65.—Predicative: πολλοί εἰσιν οἱ ἐισερχόμενοι Mt 7:13.—Mk 5:9; 6:31; Gal 4:27 (Is 54:1). AcPl Ha 5, 16.—οὐ πολλοί not many=( only) a few οὐ πολλαὶ ἡμέραι (Jos., Ant. 5, 328, Vi. 309) Lk 15:13; J 2:12; Ac 1:5; AcPl Ha 11, 1. οὐ πολλοὶ σοφοί not many wise (people) 1 Cor 1:26a; cp. bc. οὐ πολλοί πατέρες not many fathers 4:15.β. subst.א. πολλοί many i.e. persons—without the art. Mt 7:22; 8:11; 12:15; 20:28; 24:5ab; 26:28; Mk 2:2; 3:10 (Mt 12:15 has ascensive πάντας; other passages to be compared in this connection are Mk 10:45=Mt 20:28 πολλῶν and 1 Ti 2:6 πάντων. Cp. the double tradition of the saying of Bias in Clem. of Alex., Strom. 1, 61, 3 πάντες ἄνθρωποι κακοὶ ἢ οἱ πλεῖστοι τ. ἀνθρώπων κακοί.—On Mk 10:45 s. OCullmann, TZ 4, ’48, 471–73); 6:2; 11:8; Lk 1:1 (cp. Herm. Wr. 11, 1, 1b and see JBauer, NovT 4, ’60, 263–66), 14; J 2:23; 8:30; Ac 9:42; Ro 16:2; 2 Cor 11:18; Gal 3:16 (πολλοί= a plurality); Tit 1:10; Hb 12:15; 2 Pt 2:2. AcPl Ha 5, 8; 7, 5; 11, 3. Opp. ὀλίγοι Mt 22:14; 20:16 v.l. (cp. Pla., Phd. 69c ναρθηκοφόροι μὲν πολλοί, βάκχοι δέ τε παῦροι=the thyrsus-bearers [officials] are many, but the truly inspired are few)—W. a partitive gen. πολλοὶ τῶν Φαρισαίων Mt 3:7. π. πῶν υἱῶν Ἰσραήλ Lk 1:16.—J 4:39; 12:11; Ac 4:4; 8:7a; 13:43; 18:8; 19:18; 2 Cor 12:21; Rv 8:11.—W. ἐκ and gen. (AscIs 3:1; Jos., Ant. 11, 151) πολλοὶ ἐκ τῶν μαθητῶν J 6:60, 66.—10:20; 11:19, 45; 12:42; Ac 17:12. ἐκ τοῦ ὄχλου πολλοί J 7:31 (Appian, Iber. 78 §337 πολλοὶ ἐκ τοῦ πλήθους).ב. πολλά—many things, much without the art.: γράφειν write at length B 4:9. διδάσκειν Mk 4:2; 6:34b. λαλεῖν Mt 13:3. μηχανᾶσθαι MPol 3. πάσχειν (Pind., O. 13, 63 al.; Jos., Ant. 13, 268; 403) Mt 16:21; Mk 5:26a; 9:12; Lk 9:22; 17:25; B 7:11; AcPl Ha 8, 19. ποιεῖν Mk 6:20 v.l. United w. another neut. by καί (Lucian, Icar. 20 πολλὰ κ. δεινά; Ael. Aristid. 46 p. 345 D.: πολλὰ κ. καλά; Ps.-Demetr., El. 70 πολλὰ κ. ἄλλα; likew. Appian, Bell. Civ. 5, 13 §53; Arrian, Anab. 6, 11, 2) πολλὰ κ. ἕτερα many other things Lk 3:18. πολλὰ ἂν κ. ἄλλα εἰπεῖν ἔχοιμι Dg 2:10 (Eur., Ep. 3, 2, πολλὰ κ. ἕτερα εἰπεῖν ἔχω; Diod S 17, 38, 3 πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα … διαλεχθείς). ἐν πολλοῖς in many ways (Diod S 26, 1, 2; OGI 737, 7 [II B.C.]; Just., D. 124, 4 [of line of proof]) 2 Cor 8:22a. ἐπὶ πολλῶν (opp. ἐπὶ ὀλίγα) over many things Mt 25:21, 23.—W. art. (Pla., Apol. 1, 17a) τὰ πολλὰ πράσσειν transact a great deal of business Hs 4:5b.γ. elliptical δαρήσεται πολλά (sc. πληγάς) will receive many (lashes) Lk 12:47 (B-D-F §154; 241, 6).ⓑ comparative πλείων, πλεῖονα. adj. w. a plural (Diod S 14, 6, 1 μισθοφόρους πλείους=many mercenaries) πλείονας πόνους (opp. οὐχ ἕνα οὐδὲ δύο) 1 Cl 5:4. ἐπὶ ἡμέρας πλείους for a (large) number of days, for many days (Jos., Ant. 4, 277; cp. Theophr. in Apollon. Paradox. 29 πλείονας ἡμ.) Ac 13:31.—21:10 (Jos., Ant. 16, 15); 24:17; 25:14; 27:20. οἱ μὲν πλείονές εἰσιν γεγονότες ἱερεῖς the priests of former times existed in greater numbers Hb 7:23. ἑτέροις λόγοις πλείοσιν in many more words (than have been reported) Ac 2:40. ταῦτα καὶ ἕτερα πλείονα MPol 12:1.—W. a gen. of comparison (Just., A I 53, 3; Tat. 3, 2) ἄλλους δούλους πλείονας τῶν πρώτων other slaves, more than (he had sent) at first Mt 21:36. πλείονα σημεῖα ὧν more signs than those which J 7:31. Also w. ἤ: πλείονας μαθητὰς ἤ more disciples than 4:1. After πλείονες (-α) before numerals the word for ‘than’ is omitted (B-D-F §185, 4; Kühner-G. II 311; Rob. 666; Jos., Ant. 14, 96) ἐτῶν ἦν πλειόνων τεσσεράκοντα ὁ ἄνθρωπος the man was more than 40 years old Ac 4:22. πλείους τεσσεράκοντα 23:13, 21. Cp. 24:11; 25:6 (Jos., Ant. 6, 306 δέκα οὐ πλείους ἡμέρας).—The ref. is to relative extent (cp. 2bα) in τὰ ἔργα σου τὰ ἕσχατα πλείονα τῶν πρώτων your deeds, the latter of which are greater than the former Rv 2:19.β. subst.א. (οἱ) πλείονες, (οἱ) πλείους the majority, most (Diog. L. 1, 20; 22; Jos., Ant. 10, 114) Ac 19:32; 27:12. W. ἐξ: ἐξ ὧν οἱ πλείονες most of whom 1 Cor 15:6. W. gen. and a neg. (litotes) οὐκ ἐν τ. πλείοσιν αὐτῶν ηὐδόκησεν ὁ θεός God was pleased with only a few of them 10:5. This is perh. (s. ג below) the place for 1 Cor 9:19; 2 Cor 2:6; 9:2. Phil 1:14; MPol 5:1.ב. (οἱ) πλείονες, (οἱ) πλείους (even) more πλείονες in even greater numbers Ac 28:23. πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν many more came to believe J 4:41.—διὰ τῶν πλειόνων to more and more people=those who are still to be won for Christ 2 Cor 4:15.ג. (οἱ) πλείονες, (οἱ) πλείους. In contrast to a minority οἱ πλείονες can gain the sense the others, the rest (so τὰ πλείονα Soph., Oed. Col. 36; τὸ πλέον Thu. 4, 30, 4; Jos., Ant. 12, 240; B-D-F §244, 3). So perh. (s. א above) ἵνα τ. πλείονας κερδήσω (opp. the apostle himself) 1 Cor 9:19; 2 Cor 2:6 (opp. the one who has been punished too severely.—In this case [s. א above] his punishment would have been determined by a unanimous vote of the Christian assembly rather than by a majority). Cp. 9:2; Phil 1:14; MPol 5:1.ד. πλείονα (for πλεῖον) more Mt 20:10 v.l.; various things Lk 11:53. ἐκ τοῦ ἑνὸς πλείονα 1 Cl 24:5 (s. as adv. ParJer 7:26).ⓒ superl. adj. πλείστη w. a plural most of αἱ πλεῖσται δυνάμεις Mt 11:20 (difft. B-D-F §245, 1).② pert. to being relatively large in quantity or measure, much, extensiveⓐ positive πολύς, πολλή, πολύα. adj. preceding or following a noun (or ptc. or adj. used as a noun)א. in the sg. much, large, great πολὺς ἀριθμός Ac 11:21. W. words that in themselves denote a plurality (Appian, Bell. Civ. 5, 80 §338 στρατὸς πολύς) πολὺς ὄχλος (s. ὄχ. 1a) Mt 14:14; 20:29; 26:47; Mk 5:21, 24; 6:34a; 8:1; 9:14; 12:37 (ὁ π. ὄχ.); Lk 5:29; 6:17a; 8:4; J 6:2, 5 (for the expression ὁ ὄχλος πολύς, in which π. follows the noun, J 12:9, 12, cp. Arrian, Anab. 1, 9, 6 ὁ φόνος πολύς); Ac 6:7; Rv 7:9; 19:1, 6. πολὺ πλῆθος (s. pl. 2bα) Mk 3:7f; Lk 5:6; 6:17b; 23:27; Ac 14:1; 17:4; 1 Cl 6:1. λαὸς πολύς many people Ac 18:10. Of money and its value, also used in imagery μισθὸς πολύς Mt 5:12; Lk 6:23, 35 (all three predicative, as Gen 15:1). ἐργασία π. Ac 16:16. π. κεφάλαιον 22:28. χρυσοῦ πολλοῦ … τρυφῆς πολλῆς AcPl Ha 2, 19.—Of things that occur in the mass or in large quantities (Diod S 3, 50, 1 πολλὴ ἄμπελος) γῆ πολλή Mt 13:5; Mk 4:5; θερισμὸς π. Mt 9:37; Lk 10:2 (both pred.). χόρτος π. J 6:10; καρπὸς π. (Cyranides p. 121, 11) 12:24; 15:5, 8.—λόγος π. a long speech (Diod S 13, 1, 2; Just., D. 123, 7) Ac 15:32; 20:2. περὶ οὗ πολὺς ἡμῖν ὁ λόγος about this we have much to say Hb 5:11 (cp. Pla., Phd. 115d).—Of time: πολὺς χρόνος a long time (Hom. et al.; Demetr.(?): 722 Fgm. 7; Jos., Ant. 8, 342; 19, 28; Just., A II, 2, 11) J 5:6 (s. ἔχω 7b); Hs 6, 4, 4 (pred.). μετὰ πολὺν χρόνον (Jos., Ant. 12, 324) Mt 25:19. Differently Mk 6:35ab (s. 3aα).ב. adj. w. a noun in the pl. many, large, great, extensive, plentiful ὄχλοι πολλοί great crowds or probably better many people (as Diod S 20, 59, 2; Ps.-Clem., Hom. 10, 3. For the corresponding mng. of ὄχλοι s. ὄχλος 1a) Mt 4:25; 8:1; 13:2; 15:30a; 19:2; Lk 5:15; 14:25. κτήματα πολλά a great deal of property Mt 19:22; Mk 10:22 (cp. Da 11:28 χρήματα π.). ὕδατα πολλά much water, many waters (Maximus Tyr. 21, 3g of the Nile ὁ πολὺς ποταμός, likew. Procop. Soph., Ep. 111) J 3:23; Rv 1:15; 14:2; 17:1; 19:6b. θυμιάματα πολλά a great deal of incense 8:3. τὰ πολλὰ γράμματα Ac 26:24. πολλοὶ χρόνοι long periods of time (Plut., Thes. 6, 9). πολλοῖς χρόνοις for long periods of time (SIG 836, 6; pap) Lk 8:29; 1 Cl 44:3. χρόνοις πολλοῖς AcPlCor 2:10. ἐκ πολλῶν χρόνων (Diod S 3, 47, 8; Jos., Ant. 14, 110; 17, 204) 1 Cl 42:5.β. subst.א. πολλοί many i.e. pers.—w. the art. οἱ πολλοί the many, of whatever appears in the context Mk 6:2 v.l. (the many people who were present in the synagogue); 9:26b (the whole crowd). Opp. ὁ εἷς Ro 5:15ac, 19ab; the many who form the ἓν σῶμα the one body 12:5; 1 Cor 10:17. Paul pays attention to the interests of the many rather than to his own vs. 33 (cp. Jos., Ant. 3, 212).—The majority, most (X., An. 5, 6, 19; Appian, Maced. 7, Bell. Civ. 4, 73 §309; 2 Macc 1:36; En 104:10; AscIs 3:26; Jos., Ant. 17, 72; Just., D. 4, 3) Mt 24:12; Hb 12:15 v.l. W. a connotation of disapproval most people, the crowd (Socrat., Ep. 6, 2; Dio Chrys. 15 [32], 8; Epict. 1, 3, 4; 2, 1, 22 al.; Plut., Mor. 33a; 470b; Plotinus, Enn. 2, 9, 9; Philo, Rer. Div. Her. 42) 2 Cor 2:17; Pol 2:1; 7:2.—Jeremias, The Eucharistic Words of Jesus3, tr. NPerrin, ’66, 179–82; 226–31, and TW VI 536–45: πολλοί.ב. πολύ much ᾧ ἐδόθη πολύ, πολὺ ζητηθήσεται παρʼ αὐτοῦ, καὶ ᾧ παρέθεντο πολὺ κτλ. Lk 12:48 (Just., A I, 17, 4 twice πλέον). Cp. 16:10ab; 2 Cl 8:5; καρποφορεῖν π. bear much fruit Hs 2:3. πολὺ κατὰ πάντα τρόπον much in every way Ro 3:2 (Ael. Aristid. 34, 43 K.=50 p. 562 D. gives answer to a sim. quest. asked by himself: πολλὰ καὶ παντοῖα).—Js 5:16.—As gen. of price πολλοῦ for a large sum of money (Menand., Fgm. 197 Kö.; PRyl 244, 10. S. στρουθίον.) Mt 26:9.—Of time: ἐπὶ πολύ ( for) a long time (JosAs 19:3; Ar. 65, 3; s. also ἐπί 18cβ) Ac 28:6; AcPl Ha 10, 21. μετʼ οὐ πολύ soon afterward Ac 27:14 (μετά B 2c).—ἐπὶ πολύ more than once, often (Is 55:7) Hm 4, 1, 8.—Before a comp. (as Hom. et al.; B-D-F §246; Rob. 664) in the acc. πολὺ βέλτιον much better Hs 1:9. π. ἐλάττων v 3, 7, 6 (Ar. 6, 2). π. μᾶλλον much more, to a much greater degree (Dio Chrys. 2, 10; 17; 64 al.; Ael. Aristid. 34, 9 K.=50 p. 549 D.; Just., A II, 8, 3; D. 95, 1 al.) Hb 12:9, 25 (by means of a negative it acquires the mng. much less; cp. Diod S 7, 14, 6 πολὺ μᾶλλον μὴ … =even much less); Dg 2:7b. π. πλέον 2:7a (Ar. 11, 7). π. σπουδαιότερος 2 Cor 8:22b. Cp. π. τιμώτερον 1 Pt 1:7 v.l.; in the dat. of degree of difference πολλῷ μᾶλλον (Thu. 2, 51, 4; UPZ 42, 48 [162 B.C.]; EpArist 7; 24 al.; Sir prol. ln. 14; Jos., Ant. 18, 184; Just., A I, 68, 9; Tat. 17, 4) Mt 6:30; Mk 10:48b; Lk 18:39; Ro 5:9f, 15b, 17; 1 Cor 12:22; 2 Cor 3:9, 11; Phil 2:12. πολλῷ μᾶλλον κρείσσον 1:23 (v.l. without μᾶλλον). πολλῷ πλείους J 4:41. πολλῷ στρουθίων as v.l. Mt 20:31 and Lk 12:7 (both N.25 app.; on the strong ms. support for this rdg. s. RBorger, TRu 52, ’87, 21–24).—W. the art. τὸ πολύ (opp. τὸ ὀλίγον as X., An. 7, 7, 36) 2 Cor 8:15 (cp. Ex 16:18).ג. πολύς (Diod S 14, 107, 4 πολὺς ἦν ἐπὶ τῇ τιμωρίᾳ=he was strongly inclined toward punishing) μὴ πολὺς ἐν ῥήμασιν γίνου do not be profuse in speech, do not gossip 1 Cl 30:5 (Job 11:3).—Παπίας ὁ πολύς Papias (7), prob. to be understood as ὁ πάνυ; s. πάνυ d.ⓑ comp. πλείων, πλεῖον; adv. πλειόνωςα. adj., w. a singular (TestJob 35:2 διὰ πλείονος εὐωδίας) καρπὸν πλείονα more fruit J 15:2, 8 P66; Hs 5, 2, 4. τὸ πλεῖον μέρος τοῦ ὄχλου the greater part of the throng 8, 1, 16. ἐπὶ πλείονα χρόνον for a longer time (PTebt 6:31 [II B.C.]) Ac 18:20. Foll. by gen. of comparison: πλείονα τιμήν more honor Hb 3:3b.—IPol 1:3a. Foll. by παρά τινα for comparison Hb 3:3a; 11:4; Hs 9, 18, 2. ὅσῳ πλείονος κατηξιώθημεν γνώσεως, τοσούτῳ μᾶλλον 1 Cl 41:4.—τὸ πλεῖον μέρος as adv. acc. for the greater part Hv 3, 6, 4a.β. as subst. πλεῖον, πλέον more τὸ πλεῖον the greater sum (cp. Diod S 1, 82, 2=the greater part; Ps 89:10) Lk 7:43. πλεῖον λαμβάνειν receive a larger sum Mt 20:10. W. partitive gen. ἐπὶ πλεῖον προκόψουσιν ἀσεβείας they will arrive at an ever greater measure of impiety=become more and more deeply involved in impiety 2 Ti 2:16. W. a gen. of comparison πλεῖον τῆς τροφῆς someth. greater (more important) than food Mt 6:25; Lk 12:23. πλεῖον Ἰωνᾶ Mt 12:41; cp. vs. 42; Lk 11:31, 32. ἡ χήρα πλεῖον πάντων ἔβαλεν the widow put in more than all the rest Mk 12:43; Lk 21:3. μηδὲν πλέον nothing more (Jos., Bell. 1, 43; cp. Just., D. 2, 3 οὐδὲν πλέον); the words than, except following are expressed by παρά and the acc. Lk 3:13 or by πλήν w. gen. Ac 15:28, w. εἰ μή Hs 1:6.—The acc. is used as an adv. more, in greater measure, to a greater degree (Herm. Wr. 13, 21 Nock after the mss.) Lk 7:42; IRo 1:1; IEph 6:2; w. a gen. of comparison Mt 5:20 (περισσεύω 1aβ); J 21:15; IPol 5:2 (s. Ad’Alès, RSR 25, ’35, 489–92). τριετίαν ἢ καὶ πλεῖον for three years or even more Ac 20:18 D (cp. TestAbr B 7 p. 111, 27 [Stone p. 70, 27]).—ἐπὶ πλεῖον any farther (of place) Ac 4:17 (TestGad 7:2; Ath. 12 [ἐπί 4bβ]); (of time) at length Ac 20:9 (ἐπί 18cβ) or any longer, too long 24:4; 1 Cl 55:1 (ἐπί 18cβ); any more, even more (ἐπί 13) 2 Ti 3:9; 1 Cl 18:3 (Ps 50:4). Strengthened πολὺ πλέον much more, much rather (4 Macc 1:8; cp. X., An. 7, 5, 15; BGU 180, 12f [172 A.D.] πολλῷ πλεῖον; Ar. 11, 7 πολλῷ πλεῖον) Dg 2:7; 4:5.—Also w. indications of number (s. 1bα) πλεῖον ἢ ἄρτοι πέντε Lk 9:13 (the words πλ. ἤ outside the constr. as X., An. 1, 2, 11). In πλείω δώδεκα λεγιῶνας ἀγγέλων more than twelve legions of angels Mt 26:53 the text is uncertain (B-D-F §185, 4; s. Rob. 666).—The adv. can also be expressed by πλειόνως (Aeneas Tact. 237; Jos., Ant. 17, 2; Leontios 24, p. 52, 10) more ὅσον … πλειόνως the more … the more IEph 6:1.ⓒ superl. πλεῖστος, ονα. adj.א. superlative proper τὸ πλεῖστον μέρος the greatest part w. partitive gen. Hs 8, 2, 9; 9, 7, 4. As adv. acc. for the greatest part 8, 5, 6; 8, 10, 1 (s. μέρος 1d).ב. elative (s. Mayser II/1, 1926, 53) very great, very large (ὁ) πλεῖστος ὄχλος Mt 21:8 (ὁ πλεῖστος ὄχλος could also be the greatest part of the crowd, as Thu. 7, 78, 2; Pla., Rep. 3, 397d); Mk 4:1.β. subst. οἱ πλεῖστοι the majority, most Ac 19:32 D (Just., D. 1, 4; cp. D. 48, 4 πλεῖστοι).③ pert. to being high on a scale of extentⓐ positive πολύς, πολλή, πολύα. as simple adj., to denote degree much, great, strong, severe, hard, deep, profound (Diod S 13, 7, 4 πολὺς φόβος; schol. on Apollon. Rhod. 4, 57; 58 p. 265, 3 πολλὴ δικαιοσύνη; Eccl 5:16 θυμὸς π.; Sir 15:18 σοφία; TestAbr A 20 p. 103, 4 [Stone p. 54] ἀθυμία; Just., D. 3, 1 ἠρεμία) ἀγάπη Eph 2:4. ἀγών 1 Th 2:2. ἄθλησις Hb 10:32. ἁπλότης Hv 3, 9, 1. ἀσιτία Ac 27:21. βία 24:6 [7] v.l. γογγυσμός J 7:12. διακονία Lk 10:40. δοκιμή 2 Cor 8:2. δόξα Mt 24:30; Hv 1, 3, 4; 2, 2, 6. δύναμις Mk 13:26. ἐγκράτεια strict self-control Hv 2, 3, 2. εἰρήνη complete or undisturbed peace (Diod S 3, 64, 7; 11, 38, 1) Ac 24:2. ἔλεος 1 Pt 1:3. ἐπιθυμία 1 Th 2:17. ζημία Ac 27:10. ζήτησις 15:7. θλῖψις 2 Cor 2:4a; 1 Th 1:6. καύχησις 2 Cor 7:4b (pred.). μακροθυμία Ro 9:22. ὀδυρμός Mt 2:18. παράκλησις 2 Cor 8:4. παρρησία (Wsd 5:1) 3:12; 7:4a (pred.); 1 Ti 3:13; Phlm 8. πεποίθησις 2 Cor 8:22c. πλάνη 2 Cl 1:7. πληροφορία 1 Th 1:5. πόνος Col 4:13. σιγή a great or general hush (X., Cyr. 7, 1, 25; Arrian, Anab. 5, 28, 4) Ac 21:40. στάσις 23:10. τρόμος 1 Cor 2:3. φαντασία Ac 25:23. χαρά 8:8; Phlm 7. ὥρα πολλή late hour (Polyb. 5, 8, 3; Dionys. Hal. 2, 54; Jos., Ant. 8, 118) Mk 6:35ab.β. subst. πολλά in the acc. used as adv. greatly, earnestly, strictly, loudly, often etc. (X., Cyr. 1, 5, 14; Diod S 13, 41, 5; Lucian, Dial. Deor. 19, 2; Aelian, VH 1, 23; 4 Km 10:18; Is 23:16; TestSol 1:1; GrBar; ApcMos; Jos., Ant. 14, 348) ἀλαλάζειν πολλά Mk 5:38 (s. ἀλαλάζω). πολλὰ ἁμαρτάνειν Hs 4:5c (ApcMos 32). π. ἀνακρίνειν Ac 28:18 v.l. π. ἀπορεῖν Mk 6:20 (Field, Notes 29). π. ἀσπάζεσθαι 1 Cor 16:19 (s. ἀσπάζομαι 1a). δεηθῆναι π. (GrBar 4:14; Jos., Vi. 173; 343) Hs 5, 4, 1. διαστέλλεσθαι Mk 5:43 (s. διαστέλλω). π. ἐπιτιμᾶν 3:12. π. ἐρωτᾶν earnestly pray Hv 2, 2, 1. κατηγορεῖν π. Mk 15:3 (s. κατηγορέω 1a). κηρύσσειν π. talk freely 1:45. κλαίειν bitterly Ac 8:24 D (ApcMos 39). κοπιᾶν (ApcMos 24; CIG IV 9552, 5 … μοι πολλὰ ἐκοπίασεν, cp. Dssm., LO 266, 5 [LAE 317]) work hard Ro 16:6, 12; 2 Cl 7:1b. νηστεύειν π. fast often Mt 9:14a. ὀμνύναι π. Mk 6:23. παρακαλεῖν Mk 5:10, 23; Ac 20:1 D; 1 Cor 16:12. π. πταίειν make many mistakes Js 3:2. π. σπαράσσειν convulse violently Mk 9:26a.—W. the art. ἐνεκοπτόμην τὰ πολλά I have been hindered these many times (cp. Ro 1:13 πολλάκις) Ro 15:22 (v.l. πολλάκις here too).γ. subst. πολύ in the acc. used as adv. greatly, very much, strongly (Da 6:15, 24 Theod.) ἀγαπᾶν πολύ show much affection, love greatly Lk 7:47b. κλαίειν π. weep loudly Rv 5:4.—Mk 12:27; Ac 18:27.ⓑ superlative, the neut. acc. πλεῖστον, α as adv. (sing. Hom. et al.; pl. Pind. et al.)α. pl. πλεῖστα in the formula of greeting at the beginning of a letter πλεῖστα χαίρειν (POxy 742; 744; 1061 [all three I B.C.]; PTebt 314, 2 [II A.D.] and very oft. in pap.—Griech. pap ed. Ltzm.: Kl. Texte 142, 1910, p. 4, 5, 6, 7 al.; Preis. II s.v. πλεῖστος) heartiest greeting(s) IEph ins; IMg ins; ITr ins; IRo ins; ISm ins; IPol ins.β. sing. τὸ πλεῖστον at the most (Aristoph., Vesp. 260; Diod S 14, 71, 3 πεμπταῖοι ἢ τὸ πλ. ἑκταῖοι; POxy 58, 17; PGiss 65:9) κατὰ δύο ἢ τὸ πλ. τρεῖς (word for word like Περὶ ὕψους 32, 1) 1 Cor 14:27.—B. 922f. DELG. M-M. EDNT. TW. -
18 συμ-πονέω
συμ-πονέω, mit od. zugleich arbeiten, bei der Arbeit helfen, beistehen; συμπονήσατε τῷ νῠν μογοῠντι, theilt mein Leid mit mir, Aesch. Prom. 274; αἵδ' ἄνδρες, οὐ γυναῖκες εἰς τὸ συμπονεῖν, Soph. O. C. 1370; συμπόνει πατρί, El. 974; ϑέλοντά μ' ἔχεις σοὶ ξυμπονῆσαι, Eur. Hec. 862; ξυμπονῆσαι σοῖς κακοῖσι βούλομαι, Or. 682; σὺ συμπονεῖς ἐμοὶ πόνους, 1224; Troad. 62 u. öfter; Plat. Rep. VII, 520 d; Xen. Cyr. 2, 1, 29; Sp., wie Luc. Tox. 7.
-
19 τελευτάω
τελευτάω, wie τελέω, 1) vollenden, vallbringen, ins Werk setzen, eine begonnene Arbeit vollenden; Od. 5, 253 u. oft; ἐπεί ῥ' ὄμοσέν τε, τελεύτησέν τε τὸν ὅρκον, als er geschworen, d. i. die Eidesformel gesprochen und den Schwur vollzogen, durch die herkömmlichen Gebräuche so vollzogen hatte, daß er nun gültig war, Il. 14, 280 Od. 2, 378 u. sonst; ein Gebet, einen Wunsch erfüllen, ὡς ἄρ' ἔπειτ' ἠρᾶτο καὶ αὐτὴ πάντα τελεύτα, 3, 62; οὐ Ζεὺς ἄνδρεσσι νοήματα πάντα τελευτᾷ, Il. 18, 328; ἐέλδωρ, den Wunsch gewähren, 21, 200; ein Versprechen, εἰ ἐτεὸν δὴ πάντα τελευτήσεις, ὅσ' ὑπέστης, 13, 375; τελευτᾶν τινι κακὸν ἦμαρ, Einem einen Unglückstag in Erfüllung gehen lassen, bereiten, Od. 15, 324; vgl. ἁσύχιμον ὰμέραν ὁπότε τελευτάσομεν, Pind. Ol. 2, 33; τελεύτασεν πόνους Δαναοῖς, P. 1, 54; ὃς τάδε τελευτᾷ, Eur. Phoen. 1575; ἵν' εἰδῇς, οἷ τελευτήσω λόγον, Troad. 1029. – Pass. vollendet werden, in Erfüllung gehen, Hom., bei dem auch τελευτήσομαι als fut. pass. gilt; ὃ οὐποτ' ἔγωγε τελευτήσεσϑαι ἔφασκον, Il. 13, 100; τῇπερ δὴ καὶ ἔπειτα τελευτήσεσϑαι ἐμελλεν, Od. 8, 510; πρίν γε τὸ Πηλείδαο τελευτηϑῆναι ἐέλδωρ, Il. 15, 74; τελευτήσεταί τι καινὸν δόμοις, Eur. Hipp. 370. – 2) bes. mit und ohne βίον = das Leben endigen, sterben, Her. oft u. Folgde; ὀλβί-σαι δὲ χρὴ βίον τελευτήσαντα, Aesch. Ag. 903; Eur. Hec. 1682 u. öfter; auch in Prosa, wie Plat. Prot. 351 b; τελευτᾶν τὸν αἰῶνα, Her. 1, 32. 9, 17. 27; auffallender τελευτᾶν τοῦ βίου, Xen. Cyr. 8, 7, 17; mit τελευτᾶν λόγου Thuc. 3, 56 zu vergleichen, wie sonst παύομαι u. λήγω construirt ist; τελευτᾶν ὑπό τινος, durch Einen sterben, von ihm getödtet werden, Her. 1, 39. 4, 78; τελευτῆσαι μάχῃ, Aesch. Spt. 599; ὅσοι ἐν Τροίᾳ τετελευτήκασιν, Plat. Apol. 28 c; ζῶντι ἢ τετελευτηκότι, Theaet. 142 a, u. öfter. – 3) intr., zu Ende gehen, τελευτῶντος τοῠ χρόνου, Plat. Polit. 273 d; ein Ende nehmen, endigen, τελεύτασαν λόγων κορυφαί, sie haben ihre Erfüllung erreicht, Pind. Ol. 7, 68; Tragg.: πῶς οὖν τελευτᾷ βασιλέων νείκη τάδε, Aesch. Suppl. 294; κείνου ϑέλοντος εὖ τελευτήσει τάδε, 208 u. öfter; αἱ εὐτυχίαι ἐς τοῦτο ἐτελεύτησαν, d. i. diesen Ausgang hatte das Glück, Her. 3, 125; ἐς τὴν Αἴγυπτον τελευτᾷ ἡ ἀκτή, nach Aegypten hin endigt die Küste, 4, 39, vgl. 2, 39; auch übertr., τὸ κεφάλαιον ἐς τοῦτο τελευτᾷ, läuft darauf hinaus, Plat. Gorg. 453 a; vgl. ποῖ δὴ τελευτᾷ νῠν ἡμῖν οὗτος ὁ πατήρ, Legg. I, 630 c; ἐκ τούτων ἀρχόμενοι τελευτῶσιν ἐπὶ τοῦτο, οὗ ἂν ἐπὶ σκέψιν ὁρμήσωσιν, Rep. VI, 501 d; u. so öfter im Ggstz von ἄρχομαι; Folgde, εἰς τί ποτ' ἐλπὶς ταῠτα τελευτῆσαι, Dem. 1, 14. – Das partic. praes. bei einem andern verb. finit. kann durch »endlich«, »zuletzt«, »am Ende« übersetzt werden, τελευτῶν εἶπε, zuletzt sagte er, er endigte seine Rede damit, vgl. Her. 3, 38; Thuc. 2, 51. 8, 81; Xen. An. 4, 5, 16. 6, 1, 8; κἂν ἐγίγνετο πληγὴ τελευτῶσα, es wären am Ende Schläge erfolgt, Soph. Ant. 261; τελευτῶν ἐπεσκόπει, Plat. Phaedr. 228 b; τελευτῶντες αὑτοῖς τε καὶ τοῖς ἄλλοις ἔδοξαν ἀμαϑεῖς εἶναι, Theaet. 150 e, zuletzt schienen sie sich und Andern unverständig.
-
20 ἐξ-άγω
ἐξ-άγω (s. ἄγω), 1) herausführen; Hom. immer von lebenden Wesen; κούρην, aus dem Zelte, Il. 1, 337; μάχης δ' ἐξήγαγε ϑοῦρον Ἄρηα 5, 35; Ἄργεος ἐξαγαγόντες 13, 379; τὸν Εἰλείϑυια ἐξάγαγε πρὸ φόωςδε 16, 188, sie brachte ihn ans Tageslicht heraus; ἔκ τινος, Od. 8, 106. So Folgde, Soph. O. C. 830; Ar. Ran. 352 u. in Prosa; ἐπὶ ϑήραν, auf die Jagd ausführen, Xen. Cyr. 1, 4, 14; τήνδε τὴν ὁδὸν ἐξήγαγέ με Soph. O. C. 98. Bes. das Heer, Soldaten aus dem Lager herausführen, ausrücken lassen, Xen. Cyr. 1, 3, 30 An. 1, 5, 17 u. oft; auch mit ausgelassenem acc., scheinbar intrans., ausrücken, wie Il. 7, 336 τύμβον χεύομεν ἐξαγαγόντες von Eust. erkl. wird, nachdem wir aus dem Lager ausgerückt sind; vgl. Xen. An. 6, 4, 36 Hell. 6, 5, 18; – Einen herausführen, um ihn zu tödten, Her. 6, 91; Xen. An. 1, 6, 10 Hell. 6, 4, 37; ἑαυτὸν τοῠ βίου, sich aus dem Leben herausführen, sich das Leben nehmen, Plut. X oratt. Isocr. p. 239; ἐκ τοῦ ζῆν Pol. 40, 3, 5 u. a. Sp.; ohne diesen Zusatz, Plut. Dem. et Ant. 6; νόσος αὐτοὺς ἐξήγαγεν, ließ sie sterben, Brut. 47. – Von leblosen Dingen, τὴν ὁδὸν στενωτέραν ποιήσας ἐξαγαγὼν ἔξω τὴν αἱμασιάν, indem er die Hecken hinausrückte, Dem. 35, 22; vgl. Thuc. 1, 43 μείζων γὰρ ὁ περίβολος πανταχῆ ἐξήχϑη τῆς πόλεως. Vom Wasser, ableiten, Xen. Oec. 20, 12 Dem. 55, 18. Bei den Aerzten = vertreiben, z. B. ἕλ μινϑας, Diosc.; abführen, purgiren, Plut. san. tu. p. 401. – 21 außer Landes führen, zum Verkauf; εἰς Κόρινϑον ἐντευϑενὶ ἀνδράποδον ἐξήγαγεν, ἐκεῖϑενδὲ παιδίσκην ἀστῆς ἐξαγαγὼν ἁλίσκεται Lys. 13, 67; so auch von leblosen Dingen, σῖτον παρά τινος Dem. Lpt. 32; πολλὰ τάλαντα ἐκ τῆς πόλεως Thuc. 6, 31; Ar. Equ. 278. 282; μήτε ἐξαγομένων χρημάτων, μήτε εἰςαγομένων Plat. Legg. VIII, 847 b; auch A., bes. von Handelsgegenständen. – 3) hervorbringen, veranlassen; οὐκ ἐξάγουσι καρπὸν οἱ ψευδεῖς λόγοι Soph. frg. 207; δάκρυ τινί, Einem Thränen entlocken, Eur. Suppl. 793; auch im med., μικρὰ ἆϑλα πολλοὺς πόνους ἐξάγεται, kleine Belohnungen regen zu großen Anstrengungen an, Xen. Hier. 9, 11; γέλωτα ἐξάγεσϑαι ἔκ τινος, Einen zum Lachen bringen, Cyr. 2, 2, 15. – Oft übertragen, bes. im pass., sich verleiten lassen, gew. mit tadelndem Nebenbegriff, über die Gränzen hinaus, fortreißen, οὐδέ με οἶνος ἐξάγει ὥστ' εἰπεῖν δεινὸν ἔπος περὶ σοῠ Theogn. 414; ἔρως τίς μ' ἐξάγει Eur. Alc. 1080; ἐπ' οἶκτον Ion 361; ἐπὶ τὰ πονηρότερα ἐξῆγον τὸν ὄχλον Thuc. 6, 89; ἐς κινδύνους 3, 45; ταῠτα ἐπὶ πλέον ἐξήχϑημεν εἰπεῖν Plat. Rep. VII, 572 b; ἐὰν ἐξαχϑῶ τι λέγειν Aesch. 1, 37; ταῠτα μὲν ἐξήχϑην ὀλοφύρασϑαι Lys. 2, 61; ἐξάγομαι γάρ, parenthetisch, Din. 1, 15, ich werde heftig, gerathe in Leidenschaft; auch Sp., τὰ ἀναλώματα ἐπὶ πλεῖστον ἐξηγμένα, gesteigert, D. C. 43, 25.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
επικουφίζω — ἐπικουφίζω (AM) [κουφίζω] μσν. μέσ. επικουφίζομαι ανακουφίζομαι από τα οικονομικά βάρη αρχ. 1. ελαφρύνω, ελαττώνω το βάρος («ἐκπηδᾶν ἐς τὴν θάλασσαν καὶ τὴν νέα ἐπικουφισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2. σηκώνω ψηλά κάτι («σὺ δὲ πατρός... πλευρὰς σὺν ἐμοὶ τάσδ’ … Dictionary of Greek
από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… … Dictionary of Greek
διελαύνω — (AM διελαύνω) [ελαύνω] 1. οδηγώ, σέρνω κάποιον μέσα από κάτι ή κάπου, περνώ απέναντι 2. διαπερνώ, διατρυπώ πέρα ώς πέρα 3. (αμτβ.) διέρχομαι έφιππος αρχ. 1. διατρυπώ με λόγχη 2. (για ιππικό) α) διέρχομαι σε παράταξη, παρελαύνω β) εφορμώ, κάνω… … Dictionary of Greek
εύα — I Βιβλικό πρόσωπο. Το όνομα της πρώτης γυναίκας και μητέρα ολόκληρου του ανθρώπινου γένους, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη (Γεν. γ’, 20). Ο Αδάμ, όταν πλάστηκε από τον Θεό και εγκαταστάθηκε στον επίγειο παράδεισο, ήταν μόνος. Βλέποντας ο θεός ότι… … Dictionary of Greek